νεοσσιά: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοσσιά''': Ἰων. -ιή, Ἀττ. νεοττιά, ἡ˙ - καλιὰ μικρῶν [[στρουθίων]], Ἡροδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 641, Πλάτ. Πολ. 548Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 7 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφ. νοσσιῶν)˙ νεοττιὰν ποιεῖσθαι, Λατ. nidificare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 1, 6 κτλ. 2) [[γόνος]] νεαρῶν πτηνῶν, Λυκοῦργ. 166. 33. 3) [[κυψέλη]] μελισσῶν, Ἰωσήπ. Μακκ. 14 ἐν τέλ. | |lstext='''νεοσσιά''': Ἰων. -ιή, Ἀττ. νεοττιά, ἡ˙ - καλιὰ μικρῶν [[στρουθίων]], Ἡροδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 641, Πλάτ. Πολ. 548Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 7 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφ. νοσσιῶν)˙ νεοττιὰν ποιεῖσθαι, Λατ. nidificare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 1, 6 κτλ. 2) [[γόνος]] νεαρῶν πτηνῶν, Λυκοῦργ. 166. 33. 3) [[κυψέλη]] μελισσῶν, Ἰωσήπ. Μακκ. 14 ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />nid.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. νεοσσ-ιή, Att. νεοττιά, later νοσσιά, Ion. νοσσιή, ἡ,
A nest of young birds, Id.3.111, Ar.Av.642, Pl.R.548a, Thphr.CP 4.5.7 (in the form νοσσιῶν); νεοττιὰς ποιεῖσθαι, νεοττιὰν ποιεῖν, Arist. HA613b6, 618a8. 2 brood of young birds, Lycurg.132, Dsc.Eup. 1.21, Ev.Luc.13.34; ν. χελιδόνων Men.Pk.278: metaph., ν. τέκνων Com.Adesp.873 (= Trag.Adesp.189). 3 lair, ἐφ' ἧς ἀλώπηξ νοσσιὴν πεποίηται Herod.7.72. 4 beehive, LXX 4 Ma.14.19.
German (Pape)
[Seite 244] ἡ, att, νεοττιά, das Rest mid den Jungen; Ar. Av. 841; Lycurg. 132; νεοσσιή, Her. 3, 112; Plat. Rep. VIII, 548 a, wo der Accent schwankt; auch die Jungen selbst, die Brut der Vögel.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσσιά: Ἰων. -ιή, Ἀττ. νεοττιά, ἡ˙ - καλιὰ μικρῶν στρουθίων, Ἡροδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 641, Πλάτ. Πολ. 548Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 5, 7 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. νοσσιῶν)˙ νεοττιὰν ποιεῖσθαι, Λατ. nidificare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 6. 1, 6 κτλ. 2) γόνος νεαρῶν πτηνῶν, Λυκοῦργ. 166. 33. 3) κυψέλη μελισσῶν, Ἰωσήπ. Μακκ. 14 ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
nid.
Étymologie: νεοττός.