ξύλωσις: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξύλωσις''': ἡ, τὸ ξύλινον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς [[ξύλον]] [[μεταβολή]], Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413. | |lstext='''ξύλωσις''': ἡ, τὸ ξύλινον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς [[ξύλον]] [[μεταβολή]], Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />construction en bois, boiserie, charpente.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A wood-work of a building, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Th.2.14 ; στοιῆς Milet.3.32 (iii B.C.), J.AJ3.6.5.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, der hölzerne Theil des Hauses, das Balkenwerk, τῶν οἰκιῶν καθαιροῦντες τὴν ξύλωσιν, Thuc. 2, 14, vgl. 4, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ξύλωσις: ἡ, τὸ ξύλινον μέρος τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς ξύλον μεταβολή, Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
construction en bois, boiserie, charpente.
Étymologie: ξύλον.