ξυστήρ: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ξύων, [[ξυήλη]], [[κνῆστις]] ἢ [[ῥίνη]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907˙ γλυπτικὸν [[ὄργανον]], Λατ. scalprum, ὡς τὸ [[κολαπτήρ]], Ἀνθ. Π. 6. 205, πρβλ. Πλούτ. 2. 350D˙ πρβλ. [[ἐξαυστήρ]]. - Ὑποκορ. ξυστηρίδιον, Α. Β. 51. | |lstext='''ξυστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ξύων, [[ξυήλη]], [[κνῆστις]] ἢ [[ῥίνη]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907˙ γλυπτικὸν [[ὄργανον]], Λατ. scalprum, ὡς τὸ [[κολαπτήρ]], Ἀνθ. Π. 6. 205, πρβλ. Πλούτ. 2. 350D˙ πρβλ. [[ἐξαυστήρ]]. - Ὑποκορ. ξυστηρίδιον, Α. Β. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />racloir, grattoir.<br />'''Étymologie:''' [[ξύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A scraper, rasp, file, Hp.VC14, Gal.10.445 ; polishing instrument, = λίστρον, Sch.D Od.22.455, Hsch.s.v.λίστρον ; graving tool, AP6.205 (Leon.), Daimach.4 J., Plu.2.350e ; ξ. λεῖος Inscr.Délos 504 (iii B. C.) ; ξ. ἱερός IG7.3498.11 (Oropus, iii/ii B. C.). II part of the external ear, Gal.14.701. III a kind of eye-salve, Aët.7.115.
German (Pape)
[Seite 283] ῆρος, ὁ, der Schabende, Kratzende, Suid. – Ein Werkzeug zum Schaben, Kratzen, Schabemesser, Leon. Tar. 4 (VI, 205), unter den τέκτονος ἄρμενα genannt.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ξύων, ξυήλη, κνῆστις ἢ ῥίνη, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907˙ γλυπτικὸν ὄργανον, Λατ. scalprum, ὡς τὸ κολαπτήρ, Ἀνθ. Π. 6. 205, πρβλ. Πλούτ. 2. 350D˙ πρβλ. ἐξαυστήρ. - Ὑποκορ. ξυστηρίδιον, Α. Β. 51.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
racloir, grattoir.
Étymologie: ξύω.