ὁδεύω: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁδεύω''': πορεύομαι, [[ὑπάγω]], ἐπὶ νῆας Ἰλ. Λ. 569· [[ὁδεύω]] δι’ Ἀτραμυττίου Ξεν. Ἀν. 7, 8, 8· κοινῶς ὁδ. τινὶ Βαβρ. 15. 2· ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Ἀριστ. Ἀποσπ. 35· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὁδ. τὴν ἐπὶ Σμύρνης Ἱππῶν. 91· ὁδ. τρίβον Ἀνακρεόντ. 41. 2. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, [[διέρχομαι]] ταξειδεύων, χθόνα πεζὸς ὁδ. ὡς ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1441, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 15· ὁδ. τὸν οὐρανὸν Ἐπιγρ. 618. 36· [[εἴκοσι]] ... λυκάβαντας ὁδεύσας [[αὐτόθι]] 226. 4. 3) Παθ, ἐπὶ τῆς Ραβέννης, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη, διὰ γεφυρῶν καὶ πορθμείων περιπατουμένη …, Στράβ. 213. | |lstext='''ὁδεύω''': πορεύομαι, [[ὑπάγω]], ἐπὶ νῆας Ἰλ. Λ. 569· [[ὁδεύω]] δι’ Ἀτραμυττίου Ξεν. Ἀν. 7, 8, 8· κοινῶς ὁδ. τινὶ Βαβρ. 15. 2· ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Ἀριστ. Ἀποσπ. 35· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ὁδ. τὴν ἐπὶ Σμύρνης Ἱππῶν. 91· ὁδ. τρίβον Ἀνακρεόντ. 41. 2. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, [[διέρχομαι]] ταξειδεύων, χθόνα πεζὸς ὁδ. ὡς ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1441, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 15· ὁδ. τὸν οὐρανὸν Ἐπιγρ. 618. 36· [[εἴκοσι]] ... λυκάβαντας ὁδεύσας [[αὐτόθι]] 226. 4. 3) Παθ, ἐπὶ τῆς Ραβέννης, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη, διὰ γεφυρῶν καὶ πορθμείων περιπατουμένη …, Στράβ. 213. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire route ; τὴν ἔρημον PLUT traverser le désert.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
A go, travel, ἐπὶ νῆας Il.11.569 ; δι' Ἀδραμυττίου X.An.7.8.8 ; διὰ νυκτός POxy.2153.21 (iii A.D.) ; κοινῶς ὁ. τινί Babr.15.2 ; ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Arist.Fr.41, cf. Hp.Decent.18 : c. acc. cogn., τὴν ἐπὶ Σμύρνης Hippon. 15.1 ; βιότου τρίβον ὁδεύειν Anacreont.38.2. 2 c. acc. loci, travel over, χθόνα πεζὸς ὁ. A.R.4.1441 ; ὁ. τὴν ἔρημον Plu.Eum. 15 ; μέγαν οὐρανόν IG 14.2012A36 ; εἴκοσι . . λυκάβαντας ὁδεύσας Epigr.Gr.226.3 (Teos) :— Pass., ὁδευομένη (with or without ὁδός) thoroughfare, highway, POxy. 1537.18(iii A. D.), Stud.Pal.20.117.6 (V A. D.). 3 Pass., of Ravenna, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη provided with thoroughfares by means of... Str.5.1.7.
German (Pape)
[Seite 292] gehen, wandern; ἐπὶ νῆας, Il. 11, 568; Xen. An. 7, 8, 8, bei Krüger; Sp., wie Hdn. 7, 3, 9; τρίβον, Anacr. 38, 2; Λιβύην, S. Emp. adv. rhet. 105.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδεύω: πορεύομαι, ὑπάγω, ἐπὶ νῆας Ἰλ. Λ. 569· ὁδεύω δι’ Ἀτραμυττίου Ξεν. Ἀν. 7, 8, 8· κοινῶς ὁδ. τινὶ Βαβρ. 15. 2· ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Ἀριστ. Ἀποσπ. 35· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁδ. τὴν ἐπὶ Σμύρνης Ἱππῶν. 91· ὁδ. τρίβον Ἀνακρεόντ. 41. 2. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι ταξειδεύων, χθόνα πεζὸς ὁδ. ὡς ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1441, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 15· ὁδ. τὸν οὐρανὸν Ἐπιγρ. 618. 36· εἴκοσι ... λυκάβαντας ὁδεύσας αὐτόθι 226. 4. 3) Παθ, ἐπὶ τῆς Ραβέννης, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη, διὰ γεφυρῶν καὶ πορθμείων περιπατουμένη …, Στράβ. 213.
French (Bailly abrégé)
faire route ; τὴν ἔρημον PLUT traverser le désert.
Étymologie: ὁδός.