πέρασις: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέρᾱσις''': ἡ, ([[περάω]]) διάβασις, βίου [[πέρασις]], τὸ [[τέλος]], ἡ [[μετάβασις]] ἀπὸ τῆς ζωῆς [εἰς τὸν θάνατον], Σοφ. Ο. Κ. 103. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πέρασις]] βίου, ἡ [[τελευτή]]». | |lstext='''πέρᾱσις''': ἡ, ([[περάω]]) διάβασις, βίου [[πέρασις]], τὸ [[τέλος]], ἡ [[μετάβασις]] ἀπὸ τῆς ζωῆς [εἰς τὸν θάνατον], Σοφ. Ο. Κ. 103. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πέρασις]] βίου, ἡ [[τελευτή]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />trajet : βίου [[πέρασις]] SOPH passage de la vie à la mort.<br />'''Étymologie:''' [[περάω]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crossing, βίου π. a completing of life, S.OC103. 2 Pythag. name for nine, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 563] ἡ, das Ueberfahren, Uebersetzen, Sp.; – übertr., βίου πέρ. καὶ καταστροφή, Soph. O. C. 103, der Uebergang des Lebens in den Tod, das Hinscheiden; vgl. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πέρᾱσις: ἡ, (περάω) διάβασις, βίου πέρασις, τὸ τέλος, ἡ μετάβασις ἀπὸ τῆς ζωῆς [εἰς τὸν θάνατον], Σοφ. Ο. Κ. 103. - Κατὰ Σουΐδ.: «πέρασις βίου, ἡ τελευτή».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
trajet : βίου πέρασις SOPH passage de la vie à la mort.
Étymologie: περάω¹.