οἰκετεία: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκετεία''': ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15˙ - [[οἰκετία]] [[εἶναι]] ἐσφαλμένος, ἢ [[τοὐλάχιστον]] μεταγεν. [[τύπος]], ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = [[δουλεία]], Ἀριστέας 3.
|lstext='''οἰκετεία''': ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15˙ - [[οἰκετία]] [[εἶναι]] ἐσφαλμένος, ἢ [[τοὐλάχιστον]] μεταγεν. [[τύπος]], ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = [[δουλεία]], Ἀριστέας 3.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />domesticité, domestiques, les gens.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκετεία Medium diacritics: οἰκετεία Low diacritics: οικετεία Capitals: ΟΙΚΕΤΕΙΑ
Transliteration A: oiketeía Transliteration B: oiketeia Transliteration C: oiketeia Beta Code: oi)ketei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A household of slaves, Str.14.5.2, Luc.Merc.Cond.15, IPE12.32B15 (Olbia), PTeb.285.6 (iii A. D.) :—later written οἰκετία, Epict.Ench.33.7.    2 servitude, Aristeas 14, al., J.AJ8.6.3.    3 slave population, Str.5.1.12, IGRom.4.1692.54 (Elaea).

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετεία: ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15˙ - οἰκετία εἶναι ἐσφαλμένος, ἢ τοὐλάχιστον μεταγεν. τύπος, ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = δουλεία, Ἀριστέας 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domesticité, domestiques, les gens.
Étymologie: οἰκέτης.