ὁμότεχνος: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμότεχνος''': -ον, ὁ ἀσκῶν, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν τέχνην, τινι, [[μετὰ]] τινος, Πλάτ. Λάχ. 186Ε· - ὡς οὐσιαστ., [[συνεργάτης]], Ἡρόδ. 2. 89, Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξέναρχος ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· ὁ ὁμ. τινος Πλάτ. Χαρμ. 171C, πρβλ. Δημ. 611. 4· οὐδεὶς τῶν ὁμ. μου Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 7. | |lstext='''ὁμότεχνος''': -ον, ὁ ἀσκῶν, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν τέχνην, τινι, [[μετὰ]] τινος, Πλάτ. Λάχ. 186Ε· - ὡς οὐσιαστ., [[συνεργάτης]], Ἡρόδ. 2. 89, Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξέναρχος ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· ὁ ὁμ. τινος Πλάτ. Χαρμ. 171C, πρβλ. Δημ. 611. 4· οὐδεὶς τῶν ὁμ. μου Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession <i>ou</i> un métier, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A practising the same art, τινι with one, Pl.La.187a. II as Subst., fellow-workman, Hdt.2.89, Pl.Prt.328a, Xenarch.7.15 ; ὁ ὁ. τινός Pl. Chrm.171c, cf. D.22.58, Aristaenet.1.19 ; οὐδεὶς τῶν ὁ. μου Alex. 173.7 : as title applied to the good physician, Hp.Praec.7. 2 neut. ὁμότεχνον, τό, guild, τῶν λαναρίων Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.217(ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 340] dieselbe Kunst übend, einerlei Gewerbe treibend; Her. 2, 89; τινί, Plat. Lach. 186 c, u. τινός, Charm. 171 c; Sp., wie Luc.; – κυνῶν ὁμότεχνε αἴλουρε, Damochar. 1 (VII, 206).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμότεχνος: -ον, ὁ ἀσκῶν, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν τέχνην, τινι, μετὰ τινος, Πλάτ. Λάχ. 186Ε· - ὡς οὐσιαστ., συνεργάτης, Ἡρόδ. 2. 89, Πλάτ. Πρωτ. 328Α, Ξέναρχος ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 15· ὁ ὁμ. τινος Πλάτ. Χαρμ. 171C, πρβλ. Δημ. 611. 4· οὐδεὶς τῶν ὁμ. μου Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 2. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui exerce la même profession, le même art que, confrère dans une profession ou un métier, τινι.
Étymologie: ὁμός, τέχνη.