ὁποσάπους: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁποσάπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ [[μῆκος]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9. | |lstext='''ὁποσάπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ [[μῆκος]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὁποσάποδος<br />long de combien de pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπόσος]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, in indirect questions,
A how many feet long . ., Luc.Gall.9.
German (Pape)
[Seite 361] ποδος, wie vielfüßig, bes. wie viel Fuß lang, Luc. Gall. 9; vgl. Lob. Phryn. 663.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ μῆκος, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ὁποσάποδος
long de combien de pieds.
Étymologie: ὁπόσος, πούς.