ὀνείδειος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνείδειος''': -ον, [[ὀνειδιστικός]], ὀνείδους [[πλήρης]], ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ 326 οὕτω. [[μῦθος]] ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
|lstext='''ὀνείδειος''': -ον, [[ὀνειδιστικός]], ὀνείδους [[πλήρης]], ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον [[ἅπαξ]], Σ 326 οὕτω. [[μῦθος]] ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />injurieux, outrageant.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνειδος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείδειος Medium diacritics: ὀνείδειος Low diacritics: ονείδειος Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΟΣ
Transliteration A: oneídeios Transliteration B: oneideios Transliteration C: oneideios Beta Code: o)nei/deios

English (LSJ)

ον,

   A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc. ; once in Od., 18.326 ; ὀ. μῦθος Il.21.393.    2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.