ὀρειβάτης: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρειβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· [[Κύκλωψ]] Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]]. | |lstext='''ὀρειβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· [[Κύκλωψ]] Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε [[οὐριβάτας]], [[ὀρειοβάτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui marche à travers les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A mountain-ranging, θήρ S.Ph.955 ; Κύκλωψ E.Tr.436; αἶγες, πιθήκη, Ael.NA14.16,6.26 ; ὄρνις Ar.Av.276 codd. (ὀριβ- Brunck) ; v. οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, Bergbeschreiter, -durchwandler; θήρ, Soph. Phil. 943; Theseus, O. C. 1057; Eur. Trach. 436; sp. D. in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος ἢ περιερχόμενος τὰ ὄρη, θὴρ Σοφ. Φιλ. 955· Κύκλωψ Εὐρ. Τρῳ. 436· - θηλ. ὀρειβάτις. -ιδος, Θεόδ. Πρόδρ.· - ἴδε οὐριβάτας, ὀρειοβάτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui marche à travers les montagnes.
Étymologie: ὄρος, βαίνω.