Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁρκάνη: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρκάνη''': ἡ, = [[ἑρκάνη]], [[ἕρκος]] (ἐκ τοῦ [[ἔργω]], [[εἴργω]]) ἀκανθῶδες [[περίφραγμα]], φραγμὸς καὶ [[αἱμασιά]], ὁρκ. [[πυργῶτις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν [[δίκτυον]] ἢ [[σαργάνη]], Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὁρκάνη]]˙ [[εἱρκτή]], [[δεσμωτήριον]]. [[ἔνιοι]] κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν».
|lstext='''ὁρκάνη''': ἡ, = [[ἑρκάνη]], [[ἕρκος]] (ἐκ τοῦ [[ἔργω]], [[εἴργω]]) ἀκανθῶδες [[περίφραγμα]], φραγμὸς καὶ [[αἱμασιά]], ὁρκ. [[πυργῶτις]] Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν [[δίκτυον]] ἢ [[σαργάνη]], Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὁρκάνη]]˙ [[εἱρκτή]], [[δεσμωτήριον]]. [[ἔνιοι]] κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />enceinte, clôture, prison.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἕρκος]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκάνη Medium diacritics: ὁρκάνη Low diacritics: ορκάνη Capitals: ΟΡΚΑΝΗ
Transliteration A: horkánē Transliteration B: horkanē Transliteration C: orkani Beta Code: o(rka/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = ἑρκάνη, ἕρκος, enclosure, fence, ὁ. πυργῶτις A.Th.346 (lyr.) ; prison, E.Ba.611 (troch., pl.), cf. Sch.Theoc.4.61, EM632.25.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος, Umhägung, Umzäunung; ὁρκάνα πυργῶτις, Aesch. Spt. 328; εἰς σκοτεινὰς ὁρκάνας πεσούμενος, Eur. Bacch. 611.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκάνη: ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος (ἐκ τοῦ ἔργω, εἴργω) ἀκανθῶδες περίφραγμα, φραγμὸς καὶ αἱμασιά, ὁρκ. πυργῶτις Αἰσχύλ. Θήβ. 346˙ θηρευτικὸν δίκτυονσαργάνη, Εὐρ. Βάκχ. 611, ἐν τῷ πληθ. Πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 61, Ἐτυμολ. Μέγ. 632. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁρκάνη˙ εἱρκτή, δεσμωτήριον. ἔνιοι κρεμάστραν. ἄλλοι σαργάνην. οἱ δὲ φραγμόν».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
enceinte, clôture, prison.
Étymologie: cf. ἕρκος.