παγκοίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά. | |lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui endort toute chose.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοίτη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A where all must sleep, π. θάλαμος, i.e. the grave, S.Ant.804 (anap.); π. Ἅιδας ib.811 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, θάλαμος, auch von der Unterwelt, 804.
Greek (Liddell-Scott)
παγκοίτης: -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς κοίτη χρησιμεύων, θάλαμος παγκοίτας, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας αὐτόθι 811· ἀμφότερα τὰ χωρία ταῦτα λυρικά.