παρακαθίζω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακαθίζω''': μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - [[ἀλλά]], ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - [[καθίζω]] ἐμαυτόν, [[καθίζω]] ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ [[παρά]] τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. [[παρακαθέζομαι]]. | |lstext='''παρακαθίζω''': μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - [[ἀλλά]], ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - [[καθίζω]] ἐμαυτόν, [[καθίζω]] ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ [[παρά]] τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. [[παρακαθέζομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. att.</i> παρακαθιῶ;<br />être assis à côté de, τινι;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρακαθίζομαι (<i>f.</i> παρακαθίσομαι, <i>att.</i> παρακαθιοῦμαι <i>ou</i> παρακαθιζήσομαι, <i>ao.</i> παρεκαθισάμην);<br /><b>1</b> <i>intr.</i> s’asseoir auprès de, τινι;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire asseoir auprès de soi : τινα qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A παρακεκαθικέναι Arr.Epict.2.6.23:—set beside or near, Pl.R.553d; τινὰ ἐπὶ τοῦ βάθρου D.C.73.3; στρατιὰν π. περὶ τὴν πόλιν Palaeph. 40: intr., = signf. 11, LXX Jb.2.13, D.S.23.9, Arr. l.c., Plu.Mar. 17. 2 Med. with aor. 1 παρεκαθισάμην, let another sit down beside one, π. παῖδας καὶ γυναῖκας ἑαυτοῖς Lycurg.141, cf. J.AJ19.4.5; also π. τινά make him assessor or co-arbiter, D.33.14. II mostly Pass. and Med., fut. -καθιζήσομαι Pl.Ly.207b: aor. 2 παρεκαθεζόμην Id.Euthd.273b, Ar.Pl.727; part. παρακαθεζόμενος X.Cyr.5.5.7, Mem.4.2.8, Pl.Chrm.153c, Thphr.Char.3.2, Plu.Art.26; later -καθεσθείς Ev.Luc.10.39, J.AJ6.11.9, Gal.14.637:—seat oneself, sit down beside or near another, ll. cc., Pl.Tht.144d.
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., καί μοι κέλευε αὐτὸν ἐνθάδε παρακαθίζεσθαι, Plat. Theaet. 144, d; καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαθιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' ἑκάτερος παρεκαθίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίζω: μέλλ. -καθιζήσω (μεταγεν.), Ἀττ. -καθιῶ: πρκμ. παρακεκαθικέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 6, 23. Καθίζω τι πλησίον, Πλάτ. Πολ. 553D· στρατιὰν π. ἐπὶ τὴν πόλιν Παλαίφ. 41· - ἐν χρήσει ἀμεταβ. ἐπὶ παθ. σημασίας, Διοδ. Ἐκλογ. 503. 86, Πλουτ. Μάρ. 17, κτλ. 2) ἀόριστ. α΄ παρεκαθισάμην, μὲ τὴν προσήκουσαν μέσην σημασίαν, π. τινὰ ἑαυτῷ Λυκοῦργ. 167. 42· ἀλλὰ καὶ π. τινά, ποιῶ τινα κοινωνὸν τῆς ἕδρας ἢ συνδιαιτητήν, Δημ. 897. 3· - ἀλλά, ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ὡς παθ. καὶ μέσ.: μέλλ. -καθιζήσομαι Πλάτ. Λῦσ. 207Β· παρατ. -καθιζόμην· σπανίως ἐν τῷ ἀορ. α’ παρεκαθισάμην (Ξεν. Κύρ. 5. 7, 7)· μεταγεν. ἀόρ. α΄ -καθεσθείς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 11, 9, Γαλην.· - καθίζω ἐμαυτόν, καθίζω ἐμαυτὸν πλησίον τινὸς ἢ παρά τινι, τινι Ἀριστοφάν. Πλ. 727, Πλάτ. Θεαίτ. 144D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8, κτλ. Πρβλ. παρακαθέζομαι.
French (Bailly abrégé)
f. att. παρακαθιῶ;
être assis à côté de, τινι;
Moy. παρακαθίζομαι (f. παρακαθίσομαι, att. παρακαθιοῦμαι ou παρακαθιζήσομαι, ao. παρεκαθισάμην);
1 intr. s’asseoir auprès de, τινι;
2 tr. faire asseoir auprès de soi : τινα qqn.
Étymologie: παρά, καθίζω.