παράβυστος: Difference between revisions
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράβυστος''': -ον, ([[παραβύω]]) ἐπὶ αὐτοκλήτου συνδαιτυμόνος, [[ὅστις]] ἔρχεται καὶ παρεισδύεται μεταξὺ τῶν δειπνούντων, Τιμόθεος Κωμικ. ἐν «Κυναρίω» 1, πρβλ. Ἀθήν. 257Α· [[οὕτως]], ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Πλούτ. 2. 617Ε· [[παράβυστος]] [[κλίνη]], «καὶ δὴ καὶ [[κλίνη]] τις ὠνομάζετο γαμική, καὶ ἑτέρα [[παράβυστος]], ἣ καὶ αὐτὴ στρώννυται ἐν τῷ δωματίῳ [[ὑπὲρ]] τοῦ τὴν παῖδα μὴ ἀθυμήσαι, ὡς Ὑπερείδης ἔφη» [[Πολυδ]]. Γ΄, 43· «ἐκαλεῖτο δὲ τὶς ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ [[κλίνη]] [[παράβυστος]], ἧς μέμνηται καὶ Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους» Σουΐδ., Ἀρποκρ. (Ἀποσπ. Ὑπερειδ. 144 Blass). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράβυστον· μικρὸν [[κλινίδιον]] παρατιθέμενον τῇ [[μεγάλη]]». ΙΙ. ὁ εἰς γωνίαν ἢ παράμερον τόπον ὠσθείς, χωθείς, τὸ παράβυστον (ἐξυπακ. [[δικαστήριον]]), [[οὕτως]] ἐκαλεῖτὸ τι τῶν παρ’ Ἀθηναίοις δικαστηρίων, ἐν ᾧ ἐδίκαζον οἱ [[ἕνδεκα]], [[ὅπερ]] ἦτο μικρὸν καὶ ἐν ἀφανεῖ τινι χώρῳ, Ἀρποκρ., Λυτ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 121, Παυσ. 1. 28, 8. 2) μεταφορ., ἐν παραβύστῳ, ἐν γωνίᾳ, ἐν κρυπτῷ, Δημ. 715. 20, Ἀριστ. τοπ. 8. 1, 17, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17. | |lstext='''παράβυστος''': -ον, ([[παραβύω]]) ἐπὶ αὐτοκλήτου συνδαιτυμόνος, [[ὅστις]] ἔρχεται καὶ παρεισδύεται μεταξὺ τῶν δειπνούντων, Τιμόθεος Κωμικ. ἐν «Κυναρίω» 1, πρβλ. Ἀθήν. 257Α· [[οὕτως]], ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Πλούτ. 2. 617Ε· [[παράβυστος]] [[κλίνη]], «καὶ δὴ καὶ [[κλίνη]] τις ὠνομάζετο γαμική, καὶ ἑτέρα [[παράβυστος]], ἣ καὶ αὐτὴ στρώννυται ἐν τῷ δωματίῳ [[ὑπὲρ]] τοῦ τὴν παῖδα μὴ ἀθυμήσαι, ὡς Ὑπερείδης ἔφη» [[Πολυδ]]. Γ΄, 43· «ἐκαλεῖτο δὲ τὶς ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ [[κλίνη]] [[παράβυστος]], ἧς μέμνηται καὶ Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους» Σουΐδ., Ἀρποκρ. (Ἀποσπ. Ὑπερειδ. 144 Blass). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράβυστον· μικρὸν [[κλινίδιον]] παρατιθέμενον τῇ [[μεγάλη]]». ΙΙ. ὁ εἰς γωνίαν ἢ παράμερον τόπον ὠσθείς, χωθείς, τὸ παράβυστον (ἐξυπακ. [[δικαστήριον]]), [[οὕτως]] ἐκαλεῖτὸ τι τῶν παρ’ Ἀθηναίοις δικαστηρίων, ἐν ᾧ ἐδίκαζον οἱ [[ἕνδεκα]], [[ὅπερ]] ἦτο μικρὸν καὶ ἐν ἀφανεῖ τινι χώρῳ, Ἀρποκρ., Λυτ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 121, Παυσ. 1. 28, 8. 2) μεταφορ., ἐν παραβύστῳ, ἐν γωνίᾳ, ἐν κρυπτῷ, Δημ. 715. 20, Ἀριστ. τοπ. 8. 1, 17, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />introduit auprès de ; ὁ [[παράβυστος]] parasite, intrus.<br />'''Étymologie:''' [[παραβύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A stuffed or forced in, of a self-invited guest, Tim.Com.1, cf. Ath.6.257a; ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Plu.2.617f; π. κλίνη a small or supplementary couch, Poll.3.43, Harp., Hsch., Suid. II pushed aside or into a corner: τὸ π. (sc. δικαστήριον), an Athenian law-court lying in an obscure part of the town (where οἱ ἕνδεκα held their sittings, Harp.), Timocl.26, Paus.1.28.8, dub. in Lys.Fr.322 S. 2 metaph., ἐν παραβύστῳ in a hole and corner, D.24.47, Arist.Top.157a4, Luc.Nec.17, Zos.Alch. p.242 B.
German (Pape)
[Seite 473] daneben eingestopft, eingeschoben, κλίνη, VLL., s. Poll. 3, 43. – Bes. τὸ παράβυστον, sc. δικαστήριον, ein Gerichtshof in Athen, der in einem wenig besuchten Theile der Stadt lag, in welchem die ἕνδεκα geheime Gerichtssitzungen hielten, Harpocrat., der auch Timocl. com. anführt; vgl. Paus. 1, 28, 8; – ἐν παραβύστῳ, insgeheim, im Verborgenen, im Ggstz von εἰς τὴν βουλήν u. εἰς τὸν δῆμον εἰπεῖν, Dem. 24, 47; vgl. Arist. top. 8, 1 u. Luc. Nec. 17. – Bei Tische von den Parasiten, die sich uneingeladen eindrängen, gebraucht, Timoth. com. bei Ath. VI, 243 e, vgl. 257 a u. Plut. Symp. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράβυστος: -ον, (παραβύω) ἐπὶ αὐτοκλήτου συνδαιτυμόνος, ὅστις ἔρχεται καὶ παρεισδύεται μεταξὺ τῶν δειπνούντων, Τιμόθεος Κωμικ. ἐν «Κυναρίω» 1, πρβλ. Ἀθήν. 257Α· οὕτως, ἐκ παραβύστου καθῆσθαι Πλούτ. 2. 617Ε· παράβυστος κλίνη, «καὶ δὴ καὶ κλίνη τις ὠνομάζετο γαμική, καὶ ἑτέρα παράβυστος, ἣ καὶ αὐτὴ στρώννυται ἐν τῷ δωματίῳ ὑπὲρ τοῦ τὴν παῖδα μὴ ἀθυμήσαι, ὡς Ὑπερείδης ἔφη» Πολυδ. Γ΄, 43· «ἐκαλεῖτο δὲ τὶς ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ κλίνη παράβυστος, ἧς μέμνηται καὶ Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους» Σουΐδ., Ἀρποκρ. (Ἀποσπ. Ὑπερειδ. 144 Blass). - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράβυστον· μικρὸν κλινίδιον παρατιθέμενον τῇ μεγάλη». ΙΙ. ὁ εἰς γωνίαν ἢ παράμερον τόπον ὠσθείς, χωθείς, τὸ παράβυστον (ἐξυπακ. δικαστήριον), οὕτως ἐκαλεῖτὸ τι τῶν παρ’ Ἀθηναίοις δικαστηρίων, ἐν ᾧ ἐδίκαζον οἱ ἕνδεκα, ὅπερ ἦτο μικρὸν καὶ ἐν ἀφανεῖ τινι χώρῳ, Ἀρποκρ., Λυτ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 121, Παυσ. 1. 28, 8. 2) μεταφορ., ἐν παραβύστῳ, ἐν γωνίᾳ, ἐν κρυπτῷ, Δημ. 715. 20, Ἀριστ. τοπ. 8. 1, 17, πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
introduit auprès de ; ὁ παράβυστος parasite, intrus.
Étymologie: παραβύω.