παράληψις: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράληψις''': ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ [[ἅλωσις]] πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) [[μετὰ]] θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) [[μάθησις]], [[διδασκαλία]], Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.
|lstext='''παράληψις''': ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ [[ἅλωσις]] πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) [[μετὰ]] θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) [[μάθησις]], [[διδασκαλία]], Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre en main, de recueillir, gén.;<br /><b>2</b> prise d’une ville;<br /><b>3</b> enseignement, doctrine, leçon.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράληψις Medium diacritics: παράληψις Low diacritics: παράληψις Capitals: ΠΑΡΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: parálēpsis Transliteration B: paralēpsis Transliteration C: paralipsis Beta Code: para/lhyis

English (LSJ)

later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ,

   A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1 ; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95 ; τῆς οὐσίας Ath.5.218c ; τῶν πόλεων D.C.36.18 ; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13.    b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.).    c appropriation, filching, Plb.2.46.2.    2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33.    3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2 ; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22.    4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7 ; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3 : Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, Uebernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Ueberlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre en main, de recueillir, gén.;
2 prise d’une ville;
3 enseignement, doctrine, leçon.
Étymologie: παραλαμβάνω.