πάθη: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάθη''': [ᾰ], ἡ, παθητικὴ [[κατάστασις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρᾶξις]], Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς [[ἐκεῖ]].. πάθας, τὰ [[ἐκεῖ]] συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν [[ἑωυτοῦ]] π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) [[πάθημα]] [[συμφορά]], Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, [[τυφλότης]], Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., [[ἀσφυξία]], Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40. | |lstext='''πάθη''': [ᾰ], ἡ, παθητικὴ [[κατάστασις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρᾶξις]], Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς [[ἐκεῖ]].. πάθας, τὰ [[ἐκεῖ]] συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν [[ἑωυτοῦ]] π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) [[πάθημα]] [[συμφορά]], Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, [[τυφλότης]], Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., [[ἀσφυξία]], Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;<br /><b>II.</b> souffrance :<br /><b>1</b> <i>au phys.</i> mal, maladie;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> douleur, affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πάθος]].<br /><span class="bld">2</span><i>pl. de</i> [[πάθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A passive state, Pl.Ti.80b; what is done or happens to a person orthing, opp. πρᾶξις, Id.Lg.903b, cf. Epin. 983d; τὰς ἐκεῖ . . π. what happened there, S.Aj.295; πᾶσαν τὴν ἑωντοῦ π. all that had happened to him, Hdt.1.122. 2 suffering, misfortune, Pi.P.3.42,97 (pl.), S.OC7, etc.; πάθαι, opp. εὐτυχίαι, Hdt.3.40; ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν blindness, Id.2.111; of morbid affections, τὰς π. τὰς ἐν τῷ ὀστέῳ γινομένας Hp.VC13; ἡ τοῦ πνίγους π. suffocation, Pl.Phlb. 32a, cf. Lg.728c, 865e, 866b.
German (Pape)
[Seite 437] ἡ, = πάθος, Leiden, Unfall, Unglück; ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ, Pind. P. 3, 42; ὀξείαισι πάθαις, P. 3, 97, öfter; μελέαν πάθαν κλαῖον, Soph. Ant. 965; O. C. 7; plur., Ai. 238; Hippocr.; Her. 1, 122; τὴν πάθην τῶν ὀφθαλμῶν, Augenleiden, Blindheit, 2, 111; sp. D., Leon. Al. 12 (VI, 221); auch in attischer Prosa, ἡ παρὰ φύσιν τοῦ πνίγους πάθη Plat. Phil. 32 a, τιμωρία δὲ ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Legg. V, 728 c, u. öfter in diesen Büchern; bes. bei Sp., wie Luc. dea Syr. 22, App. Mthrid. 77.
Greek (Liddell-Scott)
πάθη: [ᾰ], ἡ, παθητικὴ κατάστασις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρᾶξις, Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς ἐκεῖ.. πάθας, τὰ ἐκεῖ συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) πάθημα συμφορά, Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότης, Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., ἀσφυξία, Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
I. état passif ; ce qui arrive à quelqu’un;
II. souffrance :
1 au phys. mal, maladie;
2 au mor. douleur, affliction.
Étymologie: πάθος.
2pl. de πάθος.