παρεκτός: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκτός''': Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, [[μετὰ]] γεν., παρεκτὸς λόγου πορνείας Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ε', 32, Πράξ. Ἀποστόλ. κϚ΄, 29. ΙΙ. ἀπολ., χωρὶς τῶν [[παρεκτός]], ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 28.
|lstext='''παρεκτός''': Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, [[μετὰ]] γεν., παρεκτὸς λόγου πορνείας Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ε', 32, Πράξ. Ἀποστόλ. κϚ΄, 29. ΙΙ. ἀπολ., χωρὶς τῶν [[παρεκτός]], ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 28.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>adv.</i> hors, dehors, à l’extérieur;<br /><b>2</b> <i>prép.</i> hors de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτός]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτός Medium diacritics: παρεκτός Low diacritics: παρεκτός Capitals: ΠΑΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: parektós Transliteration B: parektos Transliteration C: parektos Beta Code: parekto/s

English (LSJ)

Adv.

   A besides or except for a thing, c. gen., Ev.Matt.5.32, Act.Ap.26.29.    II abs., χωρὶς τῶν π. besides things external, 2 Ep.Cor.11.28.

German (Pape)

[Seite 514] adv., außer, außerhalb, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτός: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., παρεκτὸς λόγου πορνείας Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ε', 32, Πράξ. Ἀποστόλ. κϚ΄, 29. ΙΙ. ἀπολ., χωρὶς τῶν παρεκτός, ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 28.

French (Bailly abrégé)

1 adv. hors, dehors, à l’extérieur;
2 prép. hors de, gén..
Étymologie: παρά, ἐκτός.