πατροῦχος: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατροῦχος''': [[παρθένος]], ἡ, ἡ μόνη [[κληρονόμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο [[παμῶχος]], καὶ ἡ Ἀττ. [[ἐπίκληρος]], - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν». | |lstext='''πατροῦχος''': [[παρθένος]], ἡ, ἡ μόνη [[κληρονόμος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο [[παμῶχος]], καὶ ἡ Ἀττ. [[ἐπίκληρος]], - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui hérite de tous les biens paternels.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
παρθένος, ἡ,
A heiress, Hdt.6.57 codd. (fort. πατρῳοῦχος, cf. πατρωϊῶχος).
German (Pape)
[Seite 536] παρθένος, ἡ, ein Mädchen, das des Vaters ganzes Vermögen allein geerbt dat, ohne Mütter oder Geschwister zu Miterben zu haben, Her. 6, 57; vgl. XLL., bes. Tim. lex. Plat.; es entspricht dem attischen ἐπίκληρος.
Greek (Liddell-Scott)
πατροῦχος: παρθένος, ἡ, ἡ μόνη κληρονόμος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συγκληρονόμον, Ἡρόδ. 6. 57, πρβλ. Ruhnk Tim.· - ἡ Δωρ. λέξ. ἦτο παμῶχος, καὶ ἡ Ἀττ. ἐπίκληρος, - Κατὰ Σουΐδ.: «πατρούχου παρθένου, τῆς ὀρφανῆς καὶ ἐπιλήρου, ᾗ προσήκει τὰ τοῦ πατρὸς ἔχειν».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hérite de tous les biens paternels.
Étymologie: πατήρ, ἔχω.