περιαυχένιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ περὶ τὸν αὐχένα τιθέμενος, στρεπτὸς Ἡρόδ. 3. 20· [[κόσμος]] Ἀλκίφρων 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιαυχένιον, τό, περιδέραιον· [[κλοιός]], Ἀππ. Μιθρ. 85, Ἀρισταίν. 1. 19, κλ. | |lstext='''περιαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ περὶ τὸν αὐχένα τιθέμενος, στρεπτὸς Ἡρόδ. 3. 20· [[κόσμος]] Ἀλκίφρων 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιαυχένιον, τό, περιδέραιον· [[κλοιός]], Ἀππ. Μιθρ. 85, Ἀρισταίν. 1. 19, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on met autour du cou.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[αὐχήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (αὐχήν)
A put round the neck, στρεπτός Hdt.3.20; κόσμος Ph.2.62, Alciphr.3.3; δεσμοί Agath.4.1. II Subst. περιαυχένιον, τό, necklace, collar, App.Mith.85, Aristaenet.1.19, Hld.7.27.
German (Pape)
[Seite 569] um den Nacken oder Hals gehend, Her. 3, 20; τὸ περιαυχένιον, Halsband, Heliod. 7, 27.
Greek (Liddell-Scott)
περιαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ περὶ τὸν αὐχένα τιθέμενος, στρεπτὸς Ἡρόδ. 3. 20· κόσμος Ἀλκίφρων 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιαυχένιον, τό, περιδέραιον· κλοιός, Ἀππ. Μιθρ. 85, Ἀρισταίν. 1. 19, κλ.