πεπλανημένως: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεπλᾰνημένως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.
|lstext='''πεπλᾰνημένως''': Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en errant çà et là ; de manière irrégulière.<br />'''Étymologie:''' πεπλανημένος, part. pf. Pass. de [[πλανάω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπλᾰνημένως Medium diacritics: πεπλανημένως Low diacritics: πεπλανημένως Capitals: ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peplanēménōs Transliteration B: peplanēmenōs Transliteration C: peplanimenos Beta Code: peplanhme/nws

English (LSJ)

Adv., (πλανάομαι)

   A mistakenly, in error, περί τινος π. ἔχειν Isoc.9.43 ; π. λέγεσθαι Str.2.4.3.    II irregularly, of fits of disease, Hp.Epid.1.3.<

German (Pape)

[Seite 560] adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.

Greek (Liddell-Scott)

πεπλᾰνημένως: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
en errant çà et là ; de manière irrégulière.
Étymologie: πεπλανημένος, part. pf. Pass. de πλανάω.