περίνοια: Difference between revisions
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίνοια''': ἡ, [[σύνεσις]], [[δεξιότης]], εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ [[σύνεσις]], Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = [[ὑπερηφανία]], Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ. | |lstext='''περίνοια''': ἡ, [[σύνεσις]], [[δεξιότης]], εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ [[σύνεσις]], Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = [[ὑπερηφανία]], Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> compréhension, intelligence;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> finesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[περινοέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A thoughtfulness, quick comprehension, τινος Pl.Ax.370c : abs., Philostr.VS2.4.2, Luc.Zeux.2 ; ἐν περινοίᾳ γεγονέναι to have comprehended, Gal.18(1).331. 2 deliberation, ἐν περινοίᾳ τοῦ μεταστήσοντος αὑτὸν ἦν J.AJ18.6.2. II over-wiseness, Th.3.43 ; subtlety, λογικὴ π. Simp.in Ph.1205.28. III disdain, contempt, Aristid.1.141 J. (v.l.), Lib.Or.12.48, Phot., Suid. IV sharp practice, fraud, π. καὶ ἀπάτη Just.Nov.7.12, cf. Cod.Just.1.3.41.5.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, Ueberlegung, Einsicht, Kenntniß; καὶ γνῶσις, Plat. Ax. 370 a; Sp.; Ueberklugheit, Thuc. 3, 43; Phot. erkl. ὑπερηφανία.
Greek (Liddell-Scott)
περίνοια: ἡ, σύνεσις, δεξιότης, εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ σύνεσις, Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 compréhension, intelligence;
2 en mauv. part finesse, habileté.
Étymologie: περινοέω.