περσέα: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περσέα''': ἡ, Λατ. persea, [[εἶδος]] δένδρου Αἰγυπτιακοῦ, φέροντος τὸν καρπὸν ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ στελέχους, Ἱππ. 633. 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 5 (ἴδε Schneid. Ind.), Στράβ. 822, κτλ.· ― ποιητ. [[ὡσαύτως]] περσεία, Νικ. Ἀλεξιφ. 99 (περσαία ἐν Διοδ. 1. 34, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένον). Ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο πέρσειον ἢ [[πέρσιον]], τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10· πληθ. πέρσεια, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 649Α. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 566.
|lstext='''περσέα''': ἡ, Λατ. persea, [[εἶδος]] δένδρου Αἰγυπτιακοῦ, φέροντος τὸν καρπὸν ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ στελέχους, Ἱππ. 633. 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 5 (ἴδε Schneid. Ind.), Στράβ. 822, κτλ.· ― ποιητ. [[ὡσαύτως]] περσεία, Νικ. Ἀλεξιφ. 99 (περσαία ἐν Διοδ. 1. 34, [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένον). Ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο πέρσειον ἢ [[πέρσιον]], τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10· πληθ. πέρσεια, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 649Α. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 566.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />arbre à fruits égyptien <i>(qqf confondu à tort avec le pêcher)</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG à cause de son origine perse.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περσέα Medium diacritics: περσέα Low diacritics: περσέα Capitals: ΠΕΡΣΕΑ
Transliteration A: perséa Transliteration B: persea Transliteration C: persea Beta Code: perse/a

English (LSJ)

ἡ,

   A persea, an Egyptian tree, Mimusops Schimperi, Hp.Mul. 1.90, Thphr.HP3.3.5, 4.2.5, OGI97.9 (Taposiris, iii/ii B. C.), D.S.1.34 (-αία codd.), Str.17.2.2, Dsc.1.129 (v.l. -αία), Plu.2.378c, etc.:— later περσία, POxy.53.7 (iv A. D.); ornament in form of its leaf, BGU 1028.9 (ii A. D.): also περσεία, poet. περπερ-είη, Nic.Al.99, Paus.5.14.3.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, poet. auch πέρσεια u. περσία, Persea, eine ägyptische Baumart, die die Frucht aus dem Stamme treibt, wahrscheinlich einerlei mit περσίον, Hippocr.; Theophr., wo Schneider zu hist. plant. 4, 2, 5, T. 3 p. 284 zu vgl.; nicht zu verwechseln mit dem Pfirsichbaum, Περσικὴ μηλέα, u. mit dem Giftbaume, περσαία, der durch die Soldaten des Kambyses aus Persien nach Aegypten gebracht sein soll.

Greek (Liddell-Scott)

περσέα: ἡ, Λατ. persea, εἶδος δένδρου Αἰγυπτιακοῦ, φέροντος τὸν καρπὸν ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ στελέχους, Ἱππ. 633. 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 5 (ἴδε Schneid. Ind.), Στράβ. 822, κτλ.· ― ποιητ. ὡσαύτως περσεία, Νικ. Ἀλεξιφ. 99 (περσαία ἐν Διοδ. 1. 34, εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένον). Ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο πέρσειον ἢ πέρσιον, τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10· πληθ. πέρσεια, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 649Α. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 566.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
arbre à fruits égyptien (qqf confondu à tort avec le pêcher).
Étymologie: DELG à cause de son origine perse.