πηλώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[πλήρης]] πηλοῦ, [[βορβορώδης]], λασπώδης, ἐπὶ τόπων, Θουκ. 6. 101, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, [[ἀκάθαρτος]], «λερός», Πλάτ. Φαίδων 113Β.
|lstext='''πηλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[πλήρης]] πηλοῦ, [[βορβορώδης]], λασπώδης, ἐπὶ τόπων, Θουκ. 6. 101, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, [[ἀκάθαρτος]], «λερός», Πλάτ. Φαίδων 113Β.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />boueux, fangeux.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλώδης Medium diacritics: πηλώδης Low diacritics: πηλώδης Capitals: ΠΗΛΩΔΗΣ
Transliteration A: pēlṓdēs Transliteration B: pēlōdēs Transliteration C: pilodis Beta Code: phlw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A clayey, muddy, ἀταρπιτός Parm.20; of places, Th. 6.101, Arist.HA549b15, etc.; of the river Acheron, Pl.Phd. 113b.

German (Pape)

[Seite 610] ες, thon- od. lehmartig, kothig; Thuc. 6, 101; καὶ θολερός, Plat. Phaed. 113 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πηλώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης πηλοῦ, βορβορώδης, λασπώδης, ἐπὶ τόπων, Θουκ. 6. 101, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, ἀκάθαρτος, «λερός», Πλάτ. Φαίδων 113Β.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
boueux, fangeux.
Étymologie: πηλός, -ωδης.