πινακοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑνᾰκοπώλης''': -ου, ὁ, = [[ὀρνεοπώλης]], «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πινακοπώλης]]· [[ὀρνιθοπώλης]], τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».
|lstext='''πῑνᾰκοπώλης''': -ου, ὁ, = [[ὀρνεοπώλης]], «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πινακοπώλης]]· [[ὀρνιθοπώλης]], τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />marchands de petits oiseaux qu’on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.<br />'''Étymologie:''' [[πίναξ]], [[πωλέω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰκοπώλης Medium diacritics: πινακοπώλης Low diacritics: πινακοπώλης Capitals: ΠΙΝΑΚΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pinakopṓlēs Transliteration B: pinakopōlēs Transliteration C: pinakopolis Beta Code: pinakopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.Av.14, cf. Sch.

German (Pape)

[Seite 616] ὁ, 1) Brettverkäufer. – 2) der auf einem Brette zusammengereih'te Vögel verkauft, Ar. Av. 14; Poll. 7, 197.

Greek (Liddell-Scott)

πῑνᾰκοπώλης: -ου, ὁ, = ὀρνεοπώλης, «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινακοπώλης· ὀρνιθοπώλης, τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchands de petits oiseaux qu’on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.
Étymologie: πίναξ, πωλέω.