ὀρνεοπώλης
From LSJ
English (LSJ)
ὀρνεοπώλου, ὁ, dealer in birds, Sch.Ar.Av.14.
German (Pape)
[Seite 382] ὁ, der Vogelhändler, Schol. Ar. Av. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὄρνεα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 14· - ὀρνεοπώλιον, τό, τόπος ἔνθα πωλοῦνται ὄρνεα, αὐτόθι, Ἡσύχ. ἐν λ. ὄρνεα.
Greek Monolingual
ὀρνεοπώλης, ὁ (Α)
πωλητής πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -πώλης (< πωλῶ)].