προσήλυτος: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσήλῠτος''': -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον [[ξένος]], [[πάροικος]], Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386. | |lstext='''προσήλῠτος''': -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον [[ξένος]], [[πάροικος]], Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα [[αὐτοῦ]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger établi dans un pays;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prosélyte, nouveau converti.<br />'''Étymologie:''' προσελεύσομαι de [[προσέρχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A one that has arrived at a place, stranger, sojourner, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ ib.Ex.12.49, al. II one who has come over to Judaism, convert, proselyte, Ph.2.219, Ev.Matt.23.15, Act.Ap. 2.10.
German (Pape)
[Seite 764] hinzugekommen, daher Ankömmling, Fremdling, Schol. Ap. Rh. 1, 334; in der Sprache des N. T. ein vom Heidenthum zum Judenthum Bekehrter; daher unser Proselyt.
Greek (Liddell-Scott)
προσήλῠτος: -ον, ὁ ἐλθὼν εἴς τινα τόπον ξένος, πάροικος, Λατ. advena, τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 49). ΙΙ. ὁ προσελθὼν εἰς τὸν Ἰουδαϊσμός, ἀσπασάμενος τὰ δόγματα αὐτοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 15, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 10. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 386.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 étranger établi dans un pays;
2 fig. prosélyte, nouveau converti.
Étymologie: προσελεύσομαι de προσέρχομαι.