περιπευκής: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très amer, qui cause une grande douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπευκής Medium diacritics: περιπευκής Low diacritics: περιπευκής Capitals: ΠΕΡΙΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: peripeukḗs Transliteration B: peripeukēs Transliteration C: peripefkis Beta Code: peripeukh/s

English (LSJ)

ές, (πεύκη)

   A very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.

German (Pape)

[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.

Greek (Liddell-Scott)

περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.