τρυσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui fatigue <i>ou</i> épuise l’homme.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], ανήρ.
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσάνωρ Medium diacritics: τρυσάνωρ Low diacritics: τρυσάνωρ Capitals: ΤΡΥΣΑΝΩΡ
Transliteration A: trysánōr Transliteration B: trysanōr Transliteration C: trysanor Beta Code: trusa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω)

   A of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l’homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.