σιδηροβρώς: Difference between revisions

From LSJ
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) ὁ τρώγων τὸν [[σίδηρον]], [[θηγάνη]] Σοφ. Αἴ. 820· [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
|lstext='''σῐδηροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) ὁ τρώγων τὸν [[σίδηρον]], [[θηγάνη]] Σοφ. Αἴ. 820· [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
}}
{{bailly
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange <i>ou</i> ronge le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβρώς Medium diacritics: σιδηροβρώς Low diacritics: σιδηροβρώς Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: sidērobrṓs Transliteration B: sidērobrōs Transliteration C: sidirovros Beta Code: sidhrobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω)

   A iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.

German (Pape)

[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.