φοινικοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῐκοφαής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[φοινικοῦς]], οὐκ [[ἄλλῃ]] φοινικοφαῆ [[πόδα]] κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
|lstext='''φοινῐκοφαής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[φοινικοῦς]], οὐκ [[ἄλλῃ]] φοινικοφαῆ [[πόδα]] κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[φάος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκοφᾰής Medium diacritics: φοινικοφαής Low diacritics: φοινικοφαής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΦΑΗΣ
Transliteration A: phoinikophaḗs Transliteration B: phoinikophaēs Transliteration C: foinikofais Beta Code: foinikofah/s

English (LSJ)

ές,

   A ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.