στρατηγέτης: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρᾰτηγέτης''': -ου, ὁ, = [[στρατηγός]], Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = [[στρατηγία]], Βυζαντ. | |lstext='''στρᾰτηγέτης''': -ου, ὁ, = [[στρατηγός]], Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = [[στρατηγία]], Βυζαντ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[στρατηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,= στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. στρᾰτηγ-έτις, ιδος, Tz.H. 12.967.
German (Pape)
[Seite 951] ὁ, = στρατηγός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγέτης: -ου, ὁ, = στρατηγός, Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = στρατηγία, Βυζαντ.