φοιτητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοιτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. [[φοιτάω]] Ι. 5· ― [[φοιτητής]], συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους [[μαθητής]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400.
|lstext='''φοιτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. [[φοιτάω]] Ι. 5· ― [[φοιτητής]], συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους [[μαθητής]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écolier.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτητής Medium diacritics: φοιτητής Low diacritics: φοιτητής Capitals: ΦΟΙΤΗΤΗΣ
Transliteration A: phoitētḗs Transliteration B: phoitētēs Transliteration C: foititis Beta Code: foithth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who regularly goes or comes; esp. disciple, pupil, Pl.R.563a, Euthd.295d, Alc.1.109d, Lg.779d, Phld.Acad.Ind. p.17M., AP7.122 (D.L.).

German (Pape)

[Seite 1297] ὁ, 1) der öfters Hingehende, Kommende, bes. der Schüler, Lehrling, Plat. Alc. I, 109 d Euthyd. 295 d u. öfter; vgl. B. A. 71. 116. – 2) als adj. = φοιταλέος, ταρσός, οἶστρος, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

φοιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. φοιτάω Ι. 5· ― φοιτητής, συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους μαθητής, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écolier.
Étymologie: φοιτάω.