ποίμνιον: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποίμνιον''': τό, συγκεκομμ. ἀντὶ [[ποιμένιον]], = [[ποίμνη]], [[μάλιστα]] προβάτων, Ἡρόδ. 2. 2., 3. 65, Σοφ. Ο. Τ. 761. 1028, Πλάτ. Πολ. 416Α, κτλ.˙ ― καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον κτήνους, Schäf Λόγγ. σ. 327, 369˙ πρβλ. [[ποίμνη]]. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ τῶν μαθητῶν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβϳ, 32, κτλ.˙ π. Θεοῦ Αϳ Ἐπιστ. Πέτρου εϳ, 2.
|lstext='''ποίμνιον''': τό, συγκεκομμ. ἀντὶ [[ποιμένιον]], = [[ποίμνη]], [[μάλιστα]] προβάτων, Ἡρόδ. 2. 2., 3. 65, Σοφ. Ο. Τ. 761. 1028, Πλάτ. Πολ. 416Α, κτλ.˙ ― καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον κτήνους, Schäf Λόγγ. σ. 327, 369˙ πρβλ. [[ποίμνη]]. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ τῶν μαθητῶν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβϳ, 32, κτλ.˙ π. Θεοῦ Αϳ Ἐπιστ. Πέτρου εϳ, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />troupeau de petit bétail, <i>particul.</i> troupeau de moutons.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ποίμνη]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίμνιον Medium diacritics: ποίμνιον Low diacritics: ποίμνιον Capitals: ΠΟΙΜΝΙΟΝ
Transliteration A: poímnion Transliteration B: poimnion Transliteration C: poimnion Beta Code: poi/mnion

English (LSJ)

τό,

   A = ποίμνη, esp. of sheep, Hdt.2.2, 3.65 (v.l.), S.OT761, 1028, Pl.R.416a, etc.; of goats, IG12.45.3 (dub.): pl., head of cattle, π. τρισχίλια LXX 1 Ki.25.2.    II metaph. of disciples, Ev.Luc.12.32, al.; π. Θεοῦ 1 Ep.Pet.5.2.

German (Pape)

[Seite 651] τό, syne. statt π οιμένιον, = ποίμνη, 1) weidende Heerde, bes. Schaafheerde; Soph. O. R. 761. 1028; Eur. Rhes. 270 u. öfter; Her. 2, 2. 3, 65; Plat. Rep. III, 416 a u. öfter; auch ποίμνια καὶ πρόβατα, Legg. III, 694 e. – 2) einzelnes Stück Heerdenvieh, Schaef. Long. p. 327. 369.

Greek (Liddell-Scott)

ποίμνιον: τό, συγκεκομμ. ἀντὶ ποιμένιον, = ποίμνη, μάλιστα προβάτων, Ἡρόδ. 2. 2., 3. 65, Σοφ. Ο. Τ. 761. 1028, Πλάτ. Πολ. 416Α, κτλ.˙ ― καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον κτήνους, Schäf Λόγγ. σ. 327, 369˙ πρβλ. ποίμνη. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ τῶν μαθητῶν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβϳ, 32, κτλ.˙ π. Θεοῦ Αϳ Ἐπιστ. Πέτρου εϳ, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
troupeau de petit bétail, particul. troupeau de moutons.
Étymologie: dim. de ποίμνη.