προμαχίζω: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμᾰχίζω''': ([[πρόμαχος]]), [[μάχομαι]] [[ἔμπροσθεν]], Τρωσί, [[ἔμπροσθεν]] τῶν Τρώων ὡς [[πρόμαχος]] αὐτῶν, Ἰλ. Γ. 16· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[μάχομαι]] [[μόνος]] κατά τινος, Ἕκτορ, [[μηκέτι]] [[πάμπαν]] Ἀχιλλῆι προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθύν... δέδεξο Υ. 376· πρ. τινὸς Νόνν. Δ. 27. 265, κτλ. | |lstext='''προμᾰχίζω''': ([[πρόμαχος]]), [[μάχομαι]] [[ἔμπροσθεν]], Τρωσί, [[ἔμπροσθεν]] τῶν Τρώων ὡς [[πρόμαχος]] αὐτῶν, Ἰλ. Γ. 16· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[μάχομαι]] [[μόνος]] κατά τινος, Ἕκτορ, [[μηκέτι]] [[πάμπαν]] Ἀχιλλῆι προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθύν... δέδεξο Υ. 376· πρ. τινὸς Νόνν. Δ. 27. 265, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=combattre en avant : [[Τρωσί]] IL combattre (comme champion) devant les Troyens ; Ἀχιλῆϊ IL combattre contre Achille.<br />'''Étymologie:''' [[πρόμαχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A fight before, τρωσί in front of the Trojans, as their champion, Il.3.16; π. τινός Nonn.D.27.265, etc. 2 fight as champion with another, Ἀχιλλῆϊ Il.20.376.
German (Pape)
[Seite 733] vorkämpfen, voran, in den vordersten Reihen der Krieger kämpfen; Τρωσί, vor den Troern, Il. 3, 16; aber Ἀχιλῆϊ = den Vorkampf mit dem Achill aufnehmen 20, 376.
Greek (Liddell-Scott)
προμᾰχίζω: (πρόμαχος), μάχομαι ἔμπροσθεν, Τρωσί, ἔμπροσθεν τῶν Τρώων ὡς πρόμαχος αὐτῶν, Ἰλ. Γ. 16· ἀλλ’ ὡσαύτως, μάχομαι μόνος κατά τινος, Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆι προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθύν... δέδεξο Υ. 376· πρ. τινὸς Νόνν. Δ. 27. 265, κτλ.
French (Bailly abrégé)
combattre en avant : Τρωσί IL combattre (comme champion) devant les Troyens ; Ἀχιλῆϊ IL combattre contre Achille.
Étymologie: πρόμαχος.