προκαταρτίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαταρτίζω''': συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, [[προετοιμάζω]], Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18. | |lstext='''προκαταρτίζω''': συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, [[προετοιμάζω]], Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ajuster <i>ou</i> arranger auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταρτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A complete beforehand, Supp.Epigr.4.449.13 (Didyma, ii B. C.), 2 Ep.Cor.9.5:—Pass., προκατηρτισμένος got ready, prepared beforehand, Hp.Decent.8, cf. Ph.Bel.95.40.
German (Pape)
[Seite 729] vorher od. eher zurecht machen, Hippocr. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταρτίζω: συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, προετοιμάζω, Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18.