πρεσβυτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρεσβῡτικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς πρεσβύτην, ἀνήκων εἰς πρεσβύτην, [[γεροντικός]], Λατ. senilis, [[ὄχλος]] Ἀριστοφ. Πλ. 787· κακὰ πρ., τὰ κακὰ τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, [[αὐτόθι]] 270, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 34 ([[ἔνθα]] κοινῶς πρεσβυτιδίου) πρ. παιδιὰ Πλάτ. Νόμ. 685Α, κτλ.· οἱ στρυφνοὶ καὶ πρ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 6, 1. 2) ἀπηρχαιωμένος, [[ἀρχαϊκός]], ᾄδειν πρ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 278· περιεργότερον καὶ πρ. Ἰσοκρ. 416Α· [[ἀρχαῖον]] [[λίαν]] καὶ πρ. Πλουτ. Φάβ. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Θησ. 14.
|lstext='''πρεσβῡτικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] πρὸς πρεσβύτην, ἀνήκων εἰς πρεσβύτην, [[γεροντικός]], Λατ. senilis, [[ὄχλος]] Ἀριστοφ. Πλ. 787· κακὰ πρ., τὰ κακὰ τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, [[αὐτόθι]] 270, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 34 ([[ἔνθα]] κοινῶς πρεσβυτιδίου) πρ. παιδιὰ Πλάτ. Νόμ. 685Α, κτλ.· οἱ στρυφνοὶ καὶ πρ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 6, 1. 2) ἀπηρχαιωμένος, [[ἀρχαϊκός]], ᾄδειν πρ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 278· περιεργότερον καὶ πρ. Ἰσοκρ. 416Α· [[ἀρχαῖον]] [[λίαν]] καὶ πρ. Πλουτ. Φάβ. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Θησ. 14.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne les vieillards, <i>d’où</i><br /><b>1</b> de vieillard;<br /><b>2</b> composé de vieillards <i>en parl. d’une foule</i>;<br /><b>II.</b> vieux, ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβύτης]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβϋτικός Medium diacritics: πρεσβυτικός Low diacritics: πρεσβυτικός Capitals: ΠΡΕΣΒΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: presbytikós Transliteration B: presbytikos Transliteration C: presvytikos Beta Code: presbu+tiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like an old man, elderly, ὄχλος Ar. Pl.787; κακὰ π. the evils of age, ib.270, cf. Ael.VH2.34 (vulg. πρεσβυτιδίου) ; ἕλκη Dsc.Eup.1.172; ἄδουσαι μέλος π. Ar.Ec.278; παιδιά Pl.Lg.685a; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. Arist.EN1158a2; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. Plu.Fab.25: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν Isoc.Ep.4.13. Adv. -κῶς Plu.Thes.14.    II πρεσβυτικόν, τό, hall of the elders, senate-house, Milet.7.60 (Didyma), Sardis7(1).8.72.

German (Pape)

[Seite 699] greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῡτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς πρεσβύτην, ἀνήκων εἰς πρεσβύτην, γεροντικός, Λατ. senilis, ὄχλος Ἀριστοφ. Πλ. 787· κακὰ πρ., τὰ κακὰ τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, αὐτόθι 270, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 34 (ἔνθα κοινῶς πρεσβυτιδίου) πρ. παιδιὰ Πλάτ. Νόμ. 685Α, κτλ.· οἱ στρυφνοὶ καὶ πρ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 6, 1. 2) ἀπηρχαιωμένος, ἀρχαϊκός, ᾄδειν πρ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 278· περιεργότερον καὶ πρ. Ἰσοκρ. 416Α· ἀρχαῖον λίαν καὶ πρ. Πλουτ. Φάβ. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Θησ. 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui concerne les vieillards, d’où
1 de vieillard;
2 composé de vieillards en parl. d’une foule;
II. vieux, ancien.
Étymologie: πρεσβύτης.