προτένθης: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]».
|lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui déguste d’avance, dégustateur ; <i>particul. à Athènes</i> prêtre analogue au [[παράσιτος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τένθης]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτένθης Medium diacritics: προτένθης Low diacritics: προτένθης Capitals: ΠΡΟΤΕΝΘΗΣ
Transliteration A: proténthēs Transliteration B: protenthēs Transliteration C: protenthis Beta Code: prote/nqhs

English (LSJ)

ου, ὁ (ἡ, Ael.NA15.10), in pl.,

   A those who celebrated the Δορπία (q.v.), ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς . . ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας Decr.Att. ap. Ath.4.171e; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη Philyll.8.    2 forestaller, regrater, in pl., Ar.Nu.1198 (ubi v. Sch.), Pherecr.7.    3 Adj., greedy, Ael.Fr.39; ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς] Id.NA l.c. (Glossed προγεύστης by Artemidor. ap. Ath. 4.171b, cf. ib.c.)

German (Pape)

[Seite 791] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben λίχνοςἀκρατής auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch προγεύστης erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.

Greek (Liddell-Scott)

προτένθης: -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, λίχνος, λαίμαργος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν ὄνομα οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ ταῦτα κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = προγεύστης, Ἀθήν. 171Β. - Ἡ λέξις εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «προτένθης, ὁ λίχνος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui déguste d’avance, dégustateur ; particul. à Athènes prêtre analogue au παράσιτος.
Étymologie: πρό, τένθης.