πρυμνήτης: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρυμνήτης''': -ου, ὁ, ([[πρύμνα]]) ὁ [[κυβερνήτης]] ἢ [[πηδαλιοῦχος]], οὗ ἡ [[θέσις]] [[εἶναι]] ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. [[ἄναξ]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]] τῆς χώρας, [[κυβερνήτης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς [[αὐτόθι]] 765· πρβλ. [[πρῳράτης]]. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]] Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.
|lstext='''πρυμνήτης''': -ου, ὁ, ([[πρύμνα]]) ὁ [[κυβερνήτης]] ἢ [[πηδαλιοῦχος]], οὗ ἡ [[θέσις]] [[εἶναι]] ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. [[ἄναξ]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]] τῆς χώρας, [[κυβερνήτης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς [[αὐτόθι]] 765· πρβλ. [[πρῳράτης]]. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = [[πρυμνήσιος]], πρ. [[κάλως]] Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de la poupe : [[πρυμνήτης]] [[κάλως]] EUR câble de la poupe, amarre ; <i>fig.</i> [[πρυμνήτης]] [[ἄναξ]] ESCHL <i>ou</i> [[ἀνήρ]] ESCHL le pilote (de l’État).<br />'''Étymologie:''' [[πρύμνα]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνήτης Medium diacritics: πρυμνήτης Low diacritics: πρυμνήτης Capitals: ΠΡΥΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: prymnḗtēs Transliteration B: prymnētēs Transliteration C: prymnitis Beta Code: prumnh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A steersman: metaph., χώρας τῆσδε π. ἄναξ 'the pilot' of the State, A.Eu.16; ἄνδρα . . π. χθονός ib. 765.    II as masc. Adj.,= foreg., π. κάλως E.Med.770.    2 of a fair wind, v.l. for ἀργέστης, A.R.4.1628.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνήτης: -ου, ὁ, (πρύμνα) ὁ κυβερνήτηςπηδαλιοῦχος, οὗ ἡ θέσις εἶναι ἐπὶ τῆς πρύμνης· - μεταφ., χώρας τῆσδε πρ. ἄναξ, ὁ πηδαλιοῦχος τῆς χώρας, κυβερνήτης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 16· ἄνδρα... πρ. χθονὸς αὐτόθι 765· πρβλ. πρῳράτης. ΙΙ. ὡς ἀρσ. ἐπίθ. = πρυμνήσιος, πρ. κάλως Εὐρ. Μήδ. 770· - ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, ἀντὶ τοῦ ἀργέστης, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1628.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de la poupe : πρυμνήτης κάλως EUR câble de la poupe, amarre ; fig. πρυμνήτης ἄναξ ESCHL ou ἀνήρ ESCHL le pilote (de l’État).
Étymologie: πρύμνα.