πρωθήβης: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωθήβης''': -ου, ὁ, (πρῶτος) ἐν τῇ πρώτῃ ἀκμῇ τῆς ἥβης, παῖδας πρωθήβας, «[[πρώτως]] ἡβῶντας» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 518· κοῦροι πρ. Ὀδ. Θ. 563· οὕτω καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, [[οἷον]] Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ., 5. 2, Ἀππ. Ἰβηρ. 65· - θηλ. προθήβη μόνον ἐν Ὀδ. Α. 431, πρωθήβην ἔτ’ ἐοῦσαν· - Ἕτερον θηλ. πρωθῆβις εὕρηται ἐν Ἡρῳδιανῷ περὶ Ἰλιακῆς Προσῳδίας τ. 2, σ. 67, 32, κ. ἀλλ.· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532. | |lstext='''πρωθήβης''': -ου, ὁ, (πρῶτος) ἐν τῇ πρώτῃ ἀκμῇ τῆς ἥβης, παῖδας πρωθήβας, «[[πρώτως]] ἡβῶντας» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 518· κοῦροι πρ. Ὀδ. Θ. 563· οὕτω καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, [[οἷον]] Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ., 5. 2, Ἀππ. Ἰβηρ. 65· - θηλ. προθήβη μόνον ἐν Ὀδ. Α. 431, πρωθήβην ἔτ’ ἐοῦσαν· - Ἕτερον θηλ. πρωθῆβις εὕρηται ἐν Ἡρῳδιανῷ περὶ Ἰλιακῆς Προσῳδίας τ. 2, σ. 67, 32, κ. ἀλλ.· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui est dans la première jeunesse.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[ἥβη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A in the prime of youth, παῖδας πρωθήβας Il.8.518; κοῦροι π. Od.8.263, cf. Epigr. in BpW.32.480 (Delph.): in late Prose, Luc.DMort. 5.2, App.Hisp.65:—fem. πρωθήβη only Od.1.431; also πρωθ-ῆβις, IG14.2122, Hdn.Gr.2.67.
German (Pape)
[Seite 803] ὁ, = πρώθηβος; παῖδας πρωθήβας, Il. 8, 518; κοῦροι πρωθῆβαι, Od. 8, 263; κοῦρος, Ep. ad. 695 a (App. 306); πρωθήβης ἀντὶ γέροντος, Luc. Mort. D. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πρωθήβης: -ου, ὁ, (πρῶτος) ἐν τῇ πρώτῃ ἀκμῇ τῆς ἥβης, παῖδας πρωθήβας, «πρώτως ἡβῶντας» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 518· κοῦροι πρ. Ὀδ. Θ. 563· οὕτω καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, οἷον Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ., 5. 2, Ἀππ. Ἰβηρ. 65· - θηλ. προθήβη μόνον ἐν Ὀδ. Α. 431, πρωθήβην ἔτ’ ἐοῦσαν· - Ἕτερον θηλ. πρωθῆβις εὕρηται ἐν Ἡρῳδιανῷ περὶ Ἰλιακῆς Προσῳδίας τ. 2, σ. 67, 32, κ. ἀλλ.· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui est dans la première jeunesse.
Étymologie: πρῶτος, ἥβη.