πυρετός: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠρετός''': -οῦ, ὁ, (πῦρ) καίουσα [[θερμότης]], [[πυρώδης]] [[θέρμη]], καυστικὴ «ζέστη», φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσι (δηλ. ὁ Σείριος), Ἰλ. Χ. 31. ΙΙ. πυρετικὴ [[θερμότης]] [[πυρετός]], [[θέρμη]], Ἀριστοφ. Σφ. 1038, κτλ.· θνήσκειν ἐκ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· - τὰ διάφορα εἴδη τῆς νόσου ταύτης ὅσα περιγράφει ὁ Ἱππ. εὕρηνται παρὰ τῷ Foës. Oecοn.· [[μάλιστα]] ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, π. ἀμφημέρινοι, τριταῖοι, τεταρταῖοι, οἱ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, οἱ κατὰ πᾶσαν τρίτην, κατὰ πᾶσαν τετάρτην ἡμέραν ἐπανερχόμενοι, Πλάτ. ΤίΜ. 8βΑ· διαλείποντες Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἴδε Foës. Oec. Hipp.
|lstext='''πῠρετός''': -οῦ, ὁ, (πῦρ) καίουσα [[θερμότης]], [[πυρώδης]] [[θέρμη]], καυστικὴ «ζέστη», φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσι (δηλ. ὁ Σείριος), Ἰλ. Χ. 31. ΙΙ. πυρετικὴ [[θερμότης]] [[πυρετός]], [[θέρμη]], Ἀριστοφ. Σφ. 1038, κτλ.· θνήσκειν ἐκ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· - τὰ διάφορα εἴδη τῆς νόσου ταύτης ὅσα περιγράφει ὁ Ἱππ. εὕρηνται παρὰ τῷ Foës. Oecοn.· [[μάλιστα]] ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, π. ἀμφημέρινοι, τριταῖοι, τεταρταῖοι, οἱ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, οἱ κατὰ πᾶσαν τρίτην, κατὰ πᾶσαν τετάρτην ἡμέραν ἐπανερχόμενοι, Πλάτ. ΤίΜ. 8βΑ· διαλείποντες Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἴδε Foës. Oec. Hipp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> chaleur ardente, ardeur;<br /><b>2</b> fièvre.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρετός Medium diacritics: πυρετός Low diacritics: πυρετός Capitals: ΠΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: pyretós Transliteration B: pyretos Transliteration C: pyretos Beta Code: pureto/s

English (LSJ)

ὁ, (πῦρ)

   A burning heat, fiery heat, φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (sc. Sirius) Il.22.31.    II fever, Hp.Aph.2.26, Ar.V.1038 (pl.), etc.; θνήσκειν ἐκ π. Epigr.Gr.247 (Mysia); π. ἀμφημερινοί, τριταῖοι, τεταρταῖοι, quotidian, tertian, quartan fevers, Pl.Ti.86a, etc. (v. sub. vocc.); διαλείποντες Arist.Pr.866a23.

German (Pape)

[Seite 821] ὁ, brennende Hitze, Glühhitze; vom Sirius sagt Hom. φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22, 31; – gew. Fieberhitze, Fieber, Ar. Vesp. 1038 u. in Prosa, wie Plat. Phaed. 105 c.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρετός: -οῦ, ὁ, (πῦρ) καίουσα θερμότης, πυρώδης θέρμη, καυστικὴ «ζέστη», φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσι (δηλ. ὁ Σείριος), Ἰλ. Χ. 31. ΙΙ. πυρετικὴ θερμότης πυρετός, θέρμη, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, κτλ.· θνήσκειν ἐκ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· - τὰ διάφορα εἴδη τῆς νόσου ταύτης ὅσα περιγράφει ὁ Ἱππ. εὕρηνται παρὰ τῷ Foës. Oecοn.· μάλιστα ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, π. ἀμφημέρινοι, τριταῖοι, τεταρταῖοι, οἱ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, οἱ κατὰ πᾶσαν τρίτην, κατὰ πᾶσαν τετάρτην ἡμέραν ἐπανερχόμενοι, Πλάτ. ΤίΜ. 8βΑ· διαλείποντες Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἴδε Foës. Oec. Hipp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 chaleur ardente, ardeur;
2 fièvre.
Étymologie: πῦρ.