ῥύαξ: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύαξ''': -ᾱκος, ὁ, (ῥέω) [[ῥεῦμα]] ὁρμητικόν, [[ῥύαξ]] τῶν ὀρέων ἢ χείμαρρος ἐκ τῶν βροχῶν ἐξογκούμενος, Θουκ. 4. 96. 2) [[μάλιστα]] δὲ [[ῥεῦμα]] λάβας ἐκρέον ἐξ ἡφαιστείου, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Θουκ. 3. 116, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 111Ε, 113Β, Ἀριστ. π. Θαυμ. 38, Θεοφρ. π. Λιθ. 22· ὁ καλούμενος ῥ. Διόδ. 14. 59· ῥ. τοῦ πυρὸς παρὰ Θουκ. 3. 116. 3) μεταφορ., ῥ ἀργύρου γενέσθαι Διόδ. 5. 35. 4) ἐπὶ τῶν μαστῶν τοῦ δελφῖνος, ὁ δελφίς ζῳοτοκεῖ, διὸ ἔχει μαστοὺς δύο... ἔχει δ’ οὐχ [[ὥσπερ]] τὰ τετράποδα ἐπιφανεῖς θηλάς, ἀλλ’ [[οἷον]] ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ [[γάλα]] ῥεῖ, δύο ὀπὰς πρὸς ἐκροήν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3. | |lstext='''ῥύαξ''': -ᾱκος, ὁ, (ῥέω) [[ῥεῦμα]] ὁρμητικόν, [[ῥύαξ]] τῶν ὀρέων ἢ χείμαρρος ἐκ τῶν βροχῶν ἐξογκούμενος, Θουκ. 4. 96. 2) [[μάλιστα]] δὲ [[ῥεῦμα]] λάβας ἐκρέον ἐξ ἡφαιστείου, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Θουκ. 3. 116, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 111Ε, 113Β, Ἀριστ. π. Θαυμ. 38, Θεοφρ. π. Λιθ. 22· ὁ καλούμενος ῥ. Διόδ. 14. 59· ῥ. τοῦ πυρὸς παρὰ Θουκ. 3. 116. 3) μεταφορ., ῥ ἀργύρου γενέσθαι Διόδ. 5. 35. 4) ἐπὶ τῶν μαστῶν τοῦ δελφῖνος, ὁ δελφίς ζῳοτοκεῖ, διὸ ἔχει μαστοὺς δύο... ἔχει δ’ οὐχ [[ὥσπερ]] τὰ τετράποδα ἐπιφανεῖς θηλάς, ἀλλ’ [[οἷον]] ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ [[γάλα]] ῥεῖ, δύο ὀπὰς πρὸς ἐκροήν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> torrent formé par les pluies;<br /><b>2</b> courant de lave <i>ou</i> de matières enflammées.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ᾱκος, ὁ, (ῥέω)
A rushing stream, mountain torrent, Th.4.96, Dsc.3.51, prob. in OGI335.111 (Pergam., ii B.C.). 2 esp. stream of lava from a volcano, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Th.3.116, cf. Pl. Phd.111e, 113b, Arist.Mir.833a17, Thphr.Lap.22; ὁ καλούμενος ῥ. D.S.14.59. 3 metaph., ῥ. ἀργύρου γενέσθαι Id.5.35. 4 of dolphins, etc., ἔχει οἷον ῥ. δύο ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ two flow-holes, Arist. HA504b24.
German (Pape)
[Seite 850] ακος, ὁ, jeder hervorbrechende Quell, Strom; bes. der Feuerstrom, der sich aus feuerspeienden Bergen ergießt, Lavastrom, Heind. Plat. Phaed. 111 e 113 b; τοῦ πυρός, Thuc. 3, 116. 4, 96 u. Sp.; auch übertr., Arist. H. A. 2, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύαξ: -ᾱκος, ὁ, (ῥέω) ῥεῦμα ὁρμητικόν, ῥύαξ τῶν ὀρέων ἢ χείμαρρος ἐκ τῶν βροχῶν ἐξογκούμενος, Θουκ. 4. 96. 2) μάλιστα δὲ ῥεῦμα λάβας ἐκρέον ἐξ ἡφαιστείου, ὁ ῥ. τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης Θουκ. 3. 116, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 111Ε, 113Β, Ἀριστ. π. Θαυμ. 38, Θεοφρ. π. Λιθ. 22· ὁ καλούμενος ῥ. Διόδ. 14. 59· ῥ. τοῦ πυρὸς παρὰ Θουκ. 3. 116. 3) μεταφορ., ῥ ἀργύρου γενέσθαι Διόδ. 5. 35. 4) ἐπὶ τῶν μαστῶν τοῦ δελφῖνος, ὁ δελφίς ζῳοτοκεῖ, διὸ ἔχει μαστοὺς δύο... ἔχει δ’ οὐχ ὥσπερ τὰ τετράποδα ἐπιφανεῖς θηλάς, ἀλλ’ οἷον ῥύακας δύο, ἐξ ὧν τὸ γάλα ῥεῖ, δύο ὀπὰς πρὸς ἐκροήν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
1 torrent formé par les pluies;
2 courant de lave ou de matières enflammées.
Étymologie: ῥέω.