σάρδιον: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάρδιον''': τό, [[λίθος]] [[πολύτιμος]], Πλάτ. Φαίδων 110D, Θεοφρ. π. Λίθ. 8 καὶ 23· σάρδια, ἐπὶ γυναικείων κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. - Ὁ [[λίθος]] [[οὗτος]] ἦτο δύο εἰδῶν, ὁ διαφανὴς ἐρυθρὸς ἢ [[θῆλυς]] (ἀγγλ. carnelian) καὶ ὁ διαφανὴς μελαψὸς ἢ ἄρρην, αγγλ. sardine, Θεοφρ. π. Λίθ. 30· - παρὰ μεταγεν., [[λίθος]] σάρδιος Φιλόπον. παρὰ Σουΐδ.· σάρδινος [[λίθος]] Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 229· [[σαρδόνιον]] Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρδώ. | |lstext='''σάρδιον''': τό, [[λίθος]] [[πολύτιμος]], Πλάτ. Φαίδων 110D, Θεοφρ. π. Λίθ. 8 καὶ 23· σάρδια, ἐπὶ γυναικείων κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. - Ὁ [[λίθος]] [[οὗτος]] ἦτο δύο εἰδῶν, ὁ διαφανὴς ἐρυθρὸς ἢ [[θῆλυς]] (ἀγγλ. carnelian) καὶ ὁ διαφανὴς μελαψὸς ἢ ἄρρην, αγγλ. sardine, Θεοφρ. π. Λίθ. 30· - παρὰ μεταγεν., [[λίθος]] σάρδιος Φιλόπον. παρὰ Σουΐδ.· σάρδινος [[λίθος]] Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 229· [[σαρδόνιον]] Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρδώ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />pierre précieuse rouge et transparente, <i>càd</i> la cornaline ; <i>ou</i> brune, <i>càd</i> la sarde.<br />'''Étymologie:''' [[Σάρδεις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A the Sardian stone, Pl.Phd.110d, Thphr.Lap.8,23, J. BJ5.5.7, Apoc.4.3, al., PHolm.3.36; as a seal, IG22.1408.9 (iv B.C.), Inscr.Délos 442 B3 (ii B.C.); σάρδια, of female ornaments, Ar.Fr.320.13, cf. Men.373.—This stone was of two kinds, the transparent-red or female being our carnelian, the transparent-brown or male our sardine, Thphr.Lap.30:—later λίθος σάρδιος, Phlp.
A in de An.321.10 (pl.); σάρδινος λ., An.Ox.4.229; σαρδόνιον, Hsch. s.v. σαρδώ.
German (Pape)
[Seite 862] τό, Plat. Phaed. 110 d, auch σάρδιος, ὁ, λίθος, ein bes. zu Siegelringen gebrauchter Edelstein; der durchsichtige, röthliche, unser Carneol, dieß der weibliche, der bräunliche, unser Sarder, der männliche; Theophr. u. A.; eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
σάρδιον: τό, λίθος πολύτιμος, Πλάτ. Φαίδων 110D, Θεοφρ. π. Λίθ. 8 καὶ 23· σάρδια, ἐπὶ γυναικείων κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. - Ὁ λίθος οὗτος ἦτο δύο εἰδῶν, ὁ διαφανὴς ἐρυθρὸς ἢ θῆλυς (ἀγγλ. carnelian) καὶ ὁ διαφανὴς μελαψὸς ἢ ἄρρην, αγγλ. sardine, Θεοφρ. π. Λίθ. 30· - παρὰ μεταγεν., λίθος σάρδιος Φιλόπον. παρὰ Σουΐδ.· σάρδινος λίθος Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 229· σαρδόνιον Ἡσύχ. ἐν λέξ. σαρδώ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
pierre précieuse rouge et transparente, càd la cornaline ; ou brune, càd la sarde.
Étymologie: Σάρδεις.