σιγηλός: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑγηλός''': -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, [[σιωπηλός]], [[ἄφωνος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, [[σιωπή]], Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, [[Πολυδ]]. Ε΄, 147.
|lstext='''σῑγηλός''': -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, [[σιωπηλός]], [[ἄφωνος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, [[σιωπή]], Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, [[Πολυδ]]. Ε΄, 147.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />silencieux, taciturne.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγηλός Medium diacritics: σιγηλός Low diacritics: σιγηλός Capitals: ΣΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: sigēlós Transliteration B: sigēlos Transliteration C: sigilos Beta Code: sighlo/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. σῑγᾱλός, όν, Pi.P.9.92:—

   A silent, Hp.Acut.65, S.Ph.741, Nicopho 27; disposed to silence, S.Tr.416; of animals, Arist.HA488a34; τὰ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ σῴζοντες E.Ba.1049. Adv. -λῶς Poll.5.147.

German (Pape)

[Seite 878] dor. σιγαλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, σιωπηλός, ἄφωνος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, σιωπή, Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
silencieux, taciturne.
Étymologie: σιγή.