σκόλυμος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκόλῠμος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, [[ἴσως]] ἡ ἀγκινάρα, «[[λάχανον]] ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό. | |lstext='''σκόλῠμος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, [[ἴσως]] ἡ ἀγκινάρα, «[[λάχανον]] ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />scolyme, sorte de chardon comestible <i>ou</i> d’artichaut, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ (ἡ Numen. ap. Ath.9.371c; σκόλυμον, τό, Zonar.),
A golden thistle, Scolymus hispanicus, Hes.Op.582, Alc.39, Com.Adesp. in PTeb.693.21, Thphr.HP6.4.3, Arist.Pr.879a28. 2 = κυνόγλωσσον, Ps.-Dsc.4.127.
German (Pape)
[Seite 902] ὁ, eine eßbare Distelart, die im heißesten Sommer blüht, Hes. op. 584; wahrscheinlich eine Artischockenart, Theophr., Diosc. Auch fem., αὐχμηρή Numen. bei Ath. IX, 371 c.
Greek (Liddell-Scott)
σκόλῠμος: ὁ, εἶδος ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, ἴσως ἡ ἀγκινάρα, «λάχανον ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
scolyme, sorte de chardon comestible ou d’artichaut, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.