ῥά: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥά''': [ᾰ], ἐγκλιτ. [[μόριον]], Ἐπικ. ἀντὶ ἄρα (ὃ ἴδε), [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ.· σπανιώτερον (ἐν λυρ. χωρίοις) παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, ἦ ῥα Αἰσχύλ. Πέρσ. 633, Σοφ. Αἴ. 172· ἤ ῥα [[αὐτόθι]] 177· ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 114, Θεσμ. 260, ὁ Δινδ. διορθοῖ ἆρ’. -Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον μονοσύλλαβον [[μόριον]] [[ὅπερ]] δὲν λήγει εἰς ε καὶ πάσχει ἔκθλιψιν.
|lstext='''ῥά''': [ᾰ], ἐγκλιτ. [[μόριον]], Ἐπικ. ἀντὶ ἄρα (ὃ ἴδε), [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ.· σπανιώτερον (ἐν λυρ. χωρίοις) παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, ἦ ῥα Αἰσχύλ. Πέρσ. 633, Σοφ. Αἴ. 172· ἤ ῥα [[αὐτόθι]] 177· ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 114, Θεσμ. 260, ὁ Δινδ. διορθοῖ ἆρ’. -Τοῦτο [[εἶναι]] τὸ μόνον μονοσύλλαβον [[μόριον]] [[ὅπερ]] δὲν λήγει εἰς ε καὶ πάσχει ἔκθλιψιν.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. encl.</i><br />donc, certes ; ἦ [[ῥα]] ESCHL, ἤ [[ῥα]] SOPH <i>m. sign.</i>
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥά Medium diacritics: ῥά Low diacritics: ρα Capitals: ΡΑ
Transliteration A: rhá Transliteration B: rha Transliteration C: ra Beta Code: r(a/

English (LSJ)

[ᾰ], enclit. Particle, Ep. for ἄρα (q.v.), freq. in Hom.and Pi.; less freq. in Trag. (lyr.),

   A ἦ ῥα A.Pers.633, S.Aj.172; ἤ ῥα ib.177, B. 18.33.—This and κα are the only monosyll. Particles not ending in ε which allow elision.

German (Pape)

[Seite 829] enkl. Partikel, ep. statt ἄρα, w. m. s.; oft bei Hom.; Pind. Ol. 7, 59 P. 4, 57 I. 6, 3 u. öfter; ἦ ῥ' ἀΐει, Aesch. Pers. 625, wie Soph. Ai. 172; das einzige nicht auf ε endende einsylbige Wort, das die Elision zuläßt.

Greek (Liddell-Scott)

ῥά: [ᾰ], ἐγκλιτ. μόριον, Ἐπικ. ἀντὶ ἄρα (ὃ ἴδε), συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Πινδ.· σπανιώτερον (ἐν λυρ. χωρίοις) παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, ἦ ῥα Αἰσχύλ. Πέρσ. 633, Σοφ. Αἴ. 172· ἤ ῥα αὐτόθι 177· ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 114, Θεσμ. 260, ὁ Δινδ. διορθοῖ ἆρ’. -Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον μονοσύλλαβον μόριον ὅπερ δὲν λήγει εἰς ε καὶ πάσχει ἔκθλιψιν.

French (Bailly abrégé)

adv. encl.
donc, certes ; ἦ ῥα ESCHL, ἤ ῥα SOPH m. sign.