σκευοποίημα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευοποίημα''': τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ [[προσωπεῖον]] καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. [[παιγνίδιον]], [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[πανουργία]], Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 15.
|lstext='''σκευοποίημα''': τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ [[προσωπεῖον]] καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. [[παιγνίδιον]], [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[πανουργία]], Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 15.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />costume d’un acteur tragique.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοποίημα Medium diacritics: σκευοποίημα Low diacritics: σκευοποίημα Capitals: ΣΚΕΥΟΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: skeuopoíēma Transliteration B: skeuopoiēma Transliteration C: skevopoiima Beta Code: skeuopoi/hma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A mask and dress of a tragic actor, Id.Crass.33.    II trick, Hyp.Fr. 93.

German (Pape)

[Seite 894] τό, Verfälschung, Erdichtung, listiger Streich, Hyperid. bei Poll. 10, 15; Geräth, Plut. Crass. 33.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοποίημα: τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ προσωπεῖον καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. παιγνίδιον, τέχνασμα, δόλος, πανουργία, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
costume d’un acteur tragique.
Étymologie: σκευοποιός.