στεάτινος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεάτῑνος''': -η, -ον, ([[στέαρ]] ΙΙ), = [[σταίτινος]], Αἴσωπ. 36 (Furia)· - [[ὡσαύτως]] στεατίτης (ἐξυπακ. [[πλακοῦς]]), ὁ, Ἡσύχ. | |lstext='''στεάτῑνος''': -η, -ον, ([[στέαρ]] ΙΙ), = [[σταίτινος]], Αἴσωπ. 36 (Furia)· - [[ὡσαύτως]] στεατίτης (ἐξυπακ. [[πλακοῦς]]), ὁ, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />de pâte.<br />'''Étymologie:''' [[στέαρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾱ], η, ον, (
A στέαρ 11) = σταίτινος, Aesop.58:—also στεατ-ίτης [ῑ] (sc. πλακοῦς), ὁ, Hsch. s.v. πίονες.
German (Pape)
[Seite 931] von Talg, Sp. – Auch = σταίτινος, Aesop. fab. 18, Ern.
Greek (Liddell-Scott)
στεάτῑνος: -η, -ον, (στέαρ ΙΙ), = σταίτινος, Αἴσωπ. 36 (Furia)· - ὡσαύτως στεατίτης (ἐξυπακ. πλακοῦς), ὁ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de pâte.
Étymologie: στέαρ.