στησίχορος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στησίχορος''': [ῐ], -ον, ὁ «στήνων» ἢ ὁδηγῶν χορούς· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς κύριον [[ὄνομα]] Στησίχορος, Δωρ. Στᾱσ-, ὁ, λυρικὸς ποιητὴς οὖ τὸ ἀληθὲς [[ὄνομα]] ἦτο Τισίας, Σιμωνίδ. 19, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Α· ― παροιμ., οὐδὲ τὰ [[τρία]] Στησιχόρου (δηλ. στροφήν, ἀντιστροφήν, ἐπῳδὸν) γνῶναι, ἐπὶ ἀγραμμάτων ἀνθρώπων, Παροιμιογρ. ― Ἐπίθετ. Στησιχόρειος, ον, Πλούτ. 2. 1135D, κττ. 2) [[βόλος]] τῶν κύβων καθ᾿ ὃν ἐφαίνοντο ὀκτὼ στίγματα, κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. Θ΄, 100, ἐκ τοῦ ὀκτωπλεύρου μνημείου τοῦ ποιητοῦ ἐν Ἱμέρᾳ. ΙΙ Στησιχόρη εὕρηται ὡς = [[Τερψιχόρη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8185d. | |lstext='''στησίχορος''': [ῐ], -ον, ὁ «στήνων» ἢ ὁδηγῶν χορούς· ― [[ἐντεῦθεν]] ὡς κύριον [[ὄνομα]] Στησίχορος, Δωρ. Στᾱσ-, ὁ, λυρικὸς ποιητὴς οὖ τὸ ἀληθὲς [[ὄνομα]] ἦτο Τισίας, Σιμωνίδ. 19, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Α· ― παροιμ., οὐδὲ τὰ [[τρία]] Στησιχόρου (δηλ. στροφήν, ἀντιστροφήν, ἐπῳδὸν) γνῶναι, ἐπὶ ἀγραμμάτων ἀνθρώπων, Παροιμιογρ. ― Ἐπίθετ. Στησιχόρειος, ον, Πλούτ. 2. 1135D, κττ. 2) [[βόλος]] τῶν κύβων καθ᾿ ὃν ἐφαίνοντο ὀκτὼ στίγματα, κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. Θ΄, 100, ἐκ τοῦ ὀκτωπλεύρου μνημείου τοῦ ποιητοῦ ἐν Ἱμέρᾳ. ΙΙ Στησιχόρη εὕρηται ὡς = [[Τερψιχόρη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8185d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />coup de dés qui amène le nombre 8.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστημι]], [[χορός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A establishing or leading χοροί:—hence as pr. n., Στησίχορος, Dor. Στᾱσ-, ὁ, the Lyric poet Stesichorus, Simon.53, Pl.Phdr.243a: prov., οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου (i.e. strophe, antistrophos, epode) γνῶναι, of illiterate persons, Diogenian.7.14:—Adj. Στησιχόρειος, ον, Plu.2.1135c, etc. 2 a throw of the dice which showed eight pips, said to be named from the eight-sided monument of the poet at Himera, Poll. 9.100.
German (Pape)
[Seite 942] Chöre, Reigen, Reigentänze aufstellend od. aufführend, s. nom. pr. – Ein Wurf mit Würfeln, der 8 Augen zeigte.
Greek (Liddell-Scott)
στησίχορος: [ῐ], -ον, ὁ «στήνων» ἢ ὁδηγῶν χορούς· ― ἐντεῦθεν ὡς κύριον ὄνομα Στησίχορος, Δωρ. Στᾱσ-, ὁ, λυρικὸς ποιητὴς οὖ τὸ ἀληθὲς ὄνομα ἦτο Τισίας, Σιμωνίδ. 19, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Α· ― παροιμ., οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου (δηλ. στροφήν, ἀντιστροφήν, ἐπῳδὸν) γνῶναι, ἐπὶ ἀγραμμάτων ἀνθρώπων, Παροιμιογρ. ― Ἐπίθετ. Στησιχόρειος, ον, Πλούτ. 2. 1135D, κττ. 2) βόλος τῶν κύβων καθ᾿ ὃν ἐφαίνοντο ὀκτὼ στίγματα, κατὰ τὸν Πολυδ. Θ΄, 100, ἐκ τοῦ ὀκτωπλεύρου μνημείου τοῦ ποιητοῦ ἐν Ἱμέρᾳ. ΙΙ Στησιχόρη εὕρηται ὡς = Τερψιχόρη, Συλλ. Ἐπιγρ. 8185d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
coup de dés qui amène le nombre 8.
Étymologie: ἵστημι, χορός.