σπάλαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάλαξ''': -ᾰκος, ἡ, καὶ [[ἀσπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ «τυφλοπόντικος», Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 1, 5· ἀλλ’ ἀρσεν. ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 37, Κλήμ. Ἀλ. 71, Χρησμ. Σιβ. 1. 370· - [[ὡσαύτως]] φέρεται [[σφάλαξ]], Παυσ. 7. 24, 11, Δράκων 51. (Ἴδε ἐν λέξ. [[σκάλλω]]).
|lstext='''σπάλαξ''': -ᾰκος, ἡ, καὶ [[ἀσπάλαξ]] (ὃ ἴδε) ὁ «τυφλοπόντικος», Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 1, 5· ἀλλ’ ἀρσεν. ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 37, Κλήμ. Ἀλ. 71, Χρησμ. Σιβ. 1. 370· - [[ὡσαύτως]] φέρεται [[σφάλαξ]], Παυσ. 7. 24, 11, Δράκων 51. (Ἴδε ἐν λέξ. [[σκάλλω]]).
}}
{{bailly
|btext=ακος (ἡ, <i>postér.</i> ὁ)<br />taupe, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG peu clair.
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάλαξ Medium diacritics: σπάλαξ Low diacritics: σπάλαξ Capitals: ΣΠΑΛΑΞ
Transliteration A: spálax Transliteration B: spalax Transliteration C: spalaks Beta Code: spa/lac

English (LSJ)

[σπᾰ], ᾰκος, ἡ, also ἀσπάλαξ (q.v.),

   A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.de An.425a11, LXX Le.11.30; masc.in Ael.NA11.37:— also written σφάλαξ, Paus.7.24.11.    II ἵππων εἶδος οἱ σ. (perh. mole-coloured), Hsch.: cf. σπαλακός.    III meadow-saffron, Colchicum parnassicum, Thphr.HP1.6.11 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 916] ὁ, auch ἀσπάλαξ, ακος, der Maulwurf. Vgl. σκάλοψ.

Greek (Liddell-Scott)

σπάλαξ: -ᾰκος, ἡ, καὶ ἀσπάλαξ (ὃ ἴδε) ὁ «τυφλοπόντικος», Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 1, 5· ἀλλ’ ἀρσεν. ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 37, Κλήμ. Ἀλ. 71, Χρησμ. Σιβ. 1. 370· - ὡσαύτως φέρεται σφάλαξ, Παυσ. 7. 24, 11, Δράκων 51. (Ἴδε ἐν λέξ. σκάλλω).

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ, postér. ὁ)
taupe, animal.
Étymologie: DELG peu clair.