σηπία: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σηπία''': ἡ, «σουπιά», [[μαλάκιον]] [[ὅπερ]] διωκόμενον ἐκπέμπει [[μέλαν]] τι ὑγρὸν καὶ θολώνει τὰ ὕδατα [[ὅπως]] διαφύγῃ· ἐκ τοῦ ὑγροῦ δὲ τούτου παρασκευάζεται καὶ τὸ [[χρῶμα]] [[σηπία]], Ἱππῶναξ 62, Ἐπίχ. 33 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 351, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[θολός]] (ὁ), [[θολόω]]· - ἐν Ἀθήναις ἔτρωγον αὐτὴν ὡς [[ἔδεσμα]] ἐκ τῶν ἀρίστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040, κτλ. | |lstext='''σηπία''': ἡ, «σουπιά», [[μαλάκιον]] [[ὅπερ]] διωκόμενον ἐκπέμπει [[μέλαν]] τι ὑγρὸν καὶ θολώνει τὰ ὕδατα [[ὅπως]] διαφύγῃ· ἐκ τοῦ ὑγροῦ δὲ τούτου παρασκευάζεται καὶ τὸ [[χρῶμα]] [[σηπία]], Ἱππῶναξ 62, Ἐπίχ. 33 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 351, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[θολός]] (ὁ), [[θολόω]]· - ἐν Ἀθήναις ἔτρωγον αὐτὴν ὡς [[ἔδεσμα]] ἐκ τῶν ἀρίστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />seiche, <i>poisson qui jette une liqueur noire avec laquelle on prépare la sépia</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG obscur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cuttle-fish, sepia, Hippon.68 B, Epich.61, Ar.Ach.351, al., Antipho Soph.78, Arist.HA524a25, al.; a dainty at Athens, Ar. Ach.1040, etc.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, der Blackfisch od. Tintenfisch, der, verfolgt, eine schwarze, leuchtende Feuchtigkeit von sich giebt, aus der die braune Malerfarbe sepia bereitet wird; Ar. Ach. 332 Eccl. 126; Arist. H. A. 4, 8; Ath. VII, 323 ff.
Greek (Liddell-Scott)
σηπία: ἡ, «σουπιά», μαλάκιον ὅπερ διωκόμενον ἐκπέμπει μέλαν τι ὑγρὸν καὶ θολώνει τὰ ὕδατα ὅπως διαφύγῃ· ἐκ τοῦ ὑγροῦ δὲ τούτου παρασκευάζεται καὶ τὸ χρῶμα σηπία, Ἱππῶναξ 62, Ἐπίχ. 33 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 351, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 21, κ. ἀλλ.· πρβλ. θολός (ὁ), θολόω· - ἐν Ἀθήναις ἔτρωγον αὐτὴν ὡς ἔδεσμα ἐκ τῶν ἀρίστων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
seiche, poisson qui jette une liqueur noire avec laquelle on prépare la sépia.
Étymologie: DELG obscur.